ναύμαχος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 12: Line 12:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />propre aux combats sur mer.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[μάχομαι]].
|btext=ος, ον :<br />propre aux combats sur mer.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[μάχομαι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ναύμᾰχος:''' военно-морской (ξυστά Hom.; δόρατα Her.; τρόπαια Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ναύμᾰχος:''' -ον ([[μάχομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[ναυμαχία]]· <i>ξυστὰ ναύμαχα</i>, κοντάρια που χρησίμευαν κατά την έφοδο σε εχθρικό [[πλοίο]] ή κατά τη [[διάρκεια]] ναυμαχίας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δόρατα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> παροξ., [[ναυμάχος]], Ενεργ., αυτός που μάχεται στη [[θάλασσα]], αυτός που ναυμαχεί, σε Ανθ.
|lsmtext='''ναύμᾰχος:''' -ον ([[μάχομαι]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε [[ναυμαχία]]· <i>ξυστὰ ναύμαχα</i>, κοντάρια που χρησίμευαν κατά την έφοδο σε εχθρικό [[πλοίο]] ή κατά τη [[διάρκεια]] ναυμαχίας, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>δόρατα</i>, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">II.</b> παροξ., [[ναυμάχος]], Ενεργ., αυτός που μάχεται στη [[θάλασσα]], αυτός που ναυμαχεί, σε Ανθ.
}}
{{elru
|elrutext='''ναύμᾰχος:''' военно-морской (ξυστά Hom.; δόρατα Her.; τρόπαια Plut.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ναύ-μᾰχος, ον [[μάχομαι]] [cf. [[ναυμάχος]]<br />of or for a sea-[[fight]], ξυστὰ ναύμαχα boarding pikes, Il.; δόρατα Hdt.
|mdlsjtxt=ναύ-μᾰχος, ον [[μάχομαι]] [cf. [[ναυμάχος]]<br />of or for a sea-[[fight]], ξυστὰ ναύμαχα boarding pikes, Il.; δόρατα Hdt.
}}
}}