3,277,819
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />qui se rassemble d'ordinaire en troupeau <i>ou</i> en troupe.<br />'''Étymologie:''' [[συναγελάζω]]. | |btext=ή, όν :<br />qui se rassemble d'ordinaire en troupeau <i>ou</i> en troupe.<br />'''Étymologie:''' [[συναγελάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''συνᾰγελαστικός:''' [[живущий стаями]], [[стадный]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[συναγελάζομαι]]<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που ζει σε αγέλες («συναγελαστικὸν γὰρ καὶ οἱ λύκοι [[ζῷον]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ζει [[μαζί]] με άλλους, [[κοινωνικός]] («φύσει συναγελαστικὸν [[ζῷον]] γέγονεν ὁ [[ἄνθρωπος]]», Νεμέσ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συναγελαστικόν</i><br />η [[συμβίωση]] σε αγέλες ή η ζωή [[μέσα]] σε [[κοινωνία]]. | |mltxt=-ή, -όν, Α [[συναγελάζομαι]]<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που ζει σε αγέλες («συναγελαστικὸν γὰρ καὶ οἱ λύκοι [[ζῷον]]», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που ζει [[μαζί]] με άλλους, [[κοινωνικός]] («φύσει συναγελαστικὸν [[ζῷον]] γέγονεν ὁ [[ἄνθρωπος]]», Νεμέσ.)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ συναγελαστικόν</i><br />η [[συμβίωση]] σε αγέλες ή η ζωή [[μέσα]] σε [[κοινωνία]]. | ||
}} | }} |