σύννομος: Difference between revisions

m
Text replacement - "ταῡρ" to "ταῦρ"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
m (Text replacement - "ταῡρ" to "ταῦρ")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που βόσκει [[μαζί]] με άλλα, που ζει [[κατά]] αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ' ἐσορῶν», <b>Θεόκρ.</b><br />β. «ὁ δὲ ταῡρος, [[ὅταν]] ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, [[τότε]] γίνεται [[σύννομος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει με άλλους («[[τοὔνεκα]] αὐτέοισι σύννομοι εἰσι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μετέχει σε [[κάτι]] («πάντων ξύννομε τῶν ἐμῶν ὕμνων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σε δυϊκό ή πληθ. αριθ.) αυτός που αποτελεί [[ζευγάρι]] με κάποιον (α. «λέοντε συννόμω», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἔστον κατὰ τοὺς λύκους συννόμω», Αιλ.)<br /><b>5.</b> όμοιος, του ίδιου είδους με κάποιον («ὡς τῆς σύννομου φωνῆς τε καὶ ὀσμῆς αἱ ἔντοσθεν ᾔσθοντο», Διον. Αλ.)<br /><b>6.</b> (για λίθο) [[αρμοστός]], [[λαξευτός]], [[πελεκητός]] («ᾖν γὰρ ὁ [[πύργος]] ἐκ σύννομων λίθων ᾠκοδομημένος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, [[σύννομος]]<br />α) (για στρατιώτη) [[εταίρος]], [[σύντροφος]]<br />β) (για [[γυναίκα]]) η [[σύζυγος]]<br />γ) (για άνδρα) [[εραστής]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ξύννομος λεκτρων» — [[σύζυγος]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i>].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο / [[σύννομος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[σύμφωνος]] με τον νόμο, [[νόμιμος]] (α. «σύννομες πράξεις της διοίκησης» β. «σύννομα συναγωγὰ τῶν συνέδρων», <b>επιγρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συννόμως]] Μ<br />σύμφωνα με τον νόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>νομος</i>)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />και αττ. τ. ξύννομος και βοιωτ. τ. σούννομος, -ον, Α<br /><b>1.</b> (για ζώα) αυτός που βόσκει [[μαζί]] με άλλα, που ζει [[κατά]] αγέλες (α. «σύννομα μᾱλ' ἐσορῶν», <b>Θεόκρ.</b><br />β. «ὁ δὲ ταῦρος, [[ὅταν]] ὥρα τῆς ὀχείας ᾖ, [[τότε]] γίνεται [[σύννομος]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που ζει με άλλους («[[τοὔνεκα]] αὐτέοισι σύννομοι εἰσι», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>3.</b> αυτός που μετέχει σε [[κάτι]] («πάντων ξύννομε τῶν ἐμῶν ὕμνων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (σε δυϊκό ή πληθ. αριθ.) αυτός που αποτελεί [[ζευγάρι]] με κάποιον (α. «λέοντε συννόμω», <b>Σοφ.</b><br />β. «ἔστον κατὰ τοὺς λύκους συννόμω», Αιλ.)<br /><b>5.</b> όμοιος, του ίδιου είδους με κάποιον («ὡς τῆς σύννομου φωνῆς τε καὶ ὀσμῆς αἱ ἔντοσθεν ᾔσθοντο», Διον. Αλ.)<br /><b>6.</b> (για λίθο) [[αρμοστός]], [[λαξευτός]], [[πελεκητός]] («ᾖν γὰρ ὁ [[πύργος]] ἐκ σύννομων λίθων ᾠκοδομημένος», <b>Πολ.</b>)<br /><b>7.</b> <b>το αρσ. και θηλ. ως ουσ.</b> <i>ὁ</i>, <i>ἡ</i>, [[σύννομος]]<br />α) (για στρατιώτη) [[εταίρος]], [[σύντροφος]]<br />β) (για [[γυναίκα]]) η [[σύζυγος]]<br />γ) (για άνδρα) [[εραστής]]<br /><b>8.</b> <b>φρ.</b> «ξύννομος λεκτρων» — [[σύζυγος]] (<b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i>].<br /><b>(II)</b><br />-η, -ο / [[σύννομος]], -ον, ΝΜΑ<br />[[σύμφωνος]] με τον νόμο, [[νόμιμος]] (α. «σύννομες πράξεις της διοίκησης» β. «σύννομα συναγωγὰ τῶν συνέδρων», <b>επιγρ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[συννόμως]] Μ<br />σύμφωνα με τον νόμο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>συν</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>νομος</i> (<b>πρβλ.</b> [[παρά]]-<i>νομος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm