3,273,831
edits
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=trixwto/s | |Beta Code=trixwto/s | ||
|Definition=ή, όν, [[furnished with hair]], [[hairy]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 491a30</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>692b11</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>172.2</span>: τὰ τ. [[animals furnished with hair]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>665a6</span>. | |Definition=ή, όν, [[furnished with hair]], [[hairy]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span> 491a30</span>, <span class="bibl"><span class="title">PA</span>692b11</span>, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Fr.</span>172.2</span>: τὰ τ. [[animals furnished with hair]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>665a6</span>. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''τρῐχωτός:''' [[покрытый волосами или шерстью]], [[волосатый]] Arst. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[τριχωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τριχῶ]]<br />αυτός που έχει πολλές [[τρίχες]], [[δασύτριχος]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τριχωτό [[δέρμα]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[δέρμα]] που φέρει [[τρίχες]]<br />β) «τριχωτό της κεφαλής» — το [[επάνω]] [[μέρος]] του κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά<br />γ) «τριχωτή [[γλώσσα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[υπερτροφία]] και [[υπερκεράτωση]] τών τριχοειδών θηλών της επιφάνειας της γλώσσας, σκοτεινού χρώματος, που δίνει την [[εντύπωση]] ότι η επιφάνειά της [[είναι]] τριχωτή<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τριχωτά</i><br />ζώα που το [[δέρμα]] τους καλύπτεται με [[τρίχες]] («ἐπιγλωττίδος, ἣν ἔχουσι τὰ τριχωτά», <b>Αριστοτ.</b>). | |mltxt=-ή, -ό / [[τριχωτός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[τριχῶ]]<br />αυτός που έχει πολλές [[τρίχες]], [[δασύτριχος]], [[μαλλιαρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «τριχωτό [[δέρμα]]»<br /><b>ανατ.</b> το [[δέρμα]] που φέρει [[τρίχες]]<br />β) «τριχωτό της κεφαλής» — το [[επάνω]] [[μέρος]] του κρανίου που καλύπτεται από τα μαλλιά<br />γ) «τριχωτή [[γλώσσα]]»<br /><b>ιατρ.</b> [[υπερτροφία]] και [[υπερκεράτωση]] τών τριχοειδών θηλών της επιφάνειας της γλώσσας, σκοτεινού χρώματος, που δίνει την [[εντύπωση]] ότι η επιφάνειά της [[είναι]] τριχωτή<br /><b>αρχ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ τριχωτά</i><br />ζώα που το [[δέρμα]] τους καλύπτεται με [[τρίχες]] («ἐπιγλωττίδος, ἣν ἔχουσι τὰ τριχωτά», <b>Αριστοτ.</b>). | ||
}} | }} |