ἀγαλλιάω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0007.png Seite 7]] ([[ἀγάλλω]]), sich freuen, jauchzen, Luc. 1, 47; LXX. – Häufiger im med., N. T., neben χαίρειν Matth. 5, 12; aor. ἠγαλλιάσατο Act. 16, 34; ἀγαλλιαθῆναι Ioh. 5, 35.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0007.png Seite 7]] ([[ἀγάλλω]]), sich freuen, jauchzen, Luc. 1, 47; LXX. – Häufiger im med., N. T., neben χαίρειν Matth. 5, 12; aor. ἠγαλλιάσατο Act. 16, 34; ἀγαλλιαθῆναι Ioh. 5, 35.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγαλλιάω:''' NT = ἀγάλλομαι (см. [[ἀγάλλω]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀγαλλιάω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του <i>ἀγάλλομαι</i>, [[χαίρομαι]], [[αγαλλιάζω]] υπέρμετρα, σε Καινή Διαθήκη· αόρ. αʹ <i>ἠγαλλίᾱσα</i>, στον ίδ.· επίσης ως αποθ., [[ἀγαλλιάομαι]] ή <i>ἀγαλλιάζομαι</i>, μέλ. <i>ἀγαλλιάσομαι</i>, Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἠγαλλιᾱσάμην</i> και Παθ. <i>ἠγαλλιάσθην</i>, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''ἀγαλλιάω:''' μεταγεν. [[τύπος]] του <i>ἀγάλλομαι</i>, [[χαίρομαι]], [[αγαλλιάζω]] υπέρμετρα, σε Καινή Διαθήκη· αόρ. αʹ <i>ἠγαλλίᾱσα</i>, στον ίδ.· επίσης ως αποθ., [[ἀγαλλιάομαι]] ή <i>ἀγαλλιάζομαι</i>, μέλ. <i>ἀγαλλιάσομαι</i>, Μέσ. αόρ. αʹ <i>ἠγαλλιᾱσάμην</i> και Παθ. <i>ἠγαλλιάσθην</i>, σε Καινή Διαθήκη
}}
{{elru
|elrutext='''ἀγαλλιάω:''' NT = ἀγάλλομαι (см. [[ἀγάλλω]]).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj