ἀμφισβητέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀμφισβητήσω ; <i>pour les temps à augment</i> ἠμφισβ- <i>ou</i> ἠμφεσβ-;<br /><i>litt.</i> aller chacun de son côté, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> être en désaccord avec : [[τῷ]] [[πρότερον]] λεχθέντι (λόγῳ) HDT avec le premier récit;<br /><b>II.</b> disputer, discuter, contester :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> [[οἱ]] ἀμφισβητοῦντες les adversaires, les défendeurs (en justice);<br /><b>2</b> <i>avec un seul rég.</i> ἀ. τινι discuter contre qqn ; être en contestation au sujet de qch;<br /><b>3</b> <i>avec deux rég. (dat. de <i>pers.</i> et gén. de chose seul ou précédé d'une prép.)</i> τινὸς ἀ. τινι discuter avec qqn au sujet de qch ; <i>Pass.</i> être l'objet d'une contestation, d'une discussion : τὰ ἀμφισβητούμενα les points controversés.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφίς]], [[βαίνω]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ἀμφισβητήσω ; <i>pour les temps à augment</i> ἠμφισβ- <i>ou</i> ἠμφεσβ-;<br /><i>litt.</i> aller chacun de son côté, <i>d'où</i><br /><b>I.</b> être en désaccord avec : [[τῷ]] [[πρότερον]] λεχθέντι (λόγῳ) HDT avec le premier récit;<br /><b>II.</b> disputer, discuter, contester :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> [[οἱ]] ἀμφισβητοῦντες les adversaires, les défendeurs (en justice);<br /><b>2</b> <i>avec un seul rég.</i> ἀ. τινι discuter contre qqn ; être en contestation au sujet de qch;<br /><b>3</b> <i>avec deux rég. (dat. de <i>pers.</i> et gén. de chose seul ou précédé d'une prép.)</i> τινὸς ἀ. τινι discuter avec qqn au sujet de qch ; <i>Pass.</i> être l'objet d'une contestation, d'une discussion : τὰ ἀμφισβητούμενα les points controversés.<br />'''Étymologie:''' [[ἀμφίς]], [[βαίνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφισβητέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[расходиться]] (во мнениях), быть несогласным, спорить (τι, περί τι и περί τινος Plat. и πρός τι Arst.): τῷ [[πρότερον]] λεχθέντι (sc. λόγῳ) ἀ. Her. противоречить ранее сказанному; ἀ. πρός τινα Plat. расходиться во мнениях с кем-л.; ἀ. τινι περί τινος Plat., Isae., τινί τινος Dem. и τινι [[ὑπέρ]] τινος Polyb. спорить с кем-л. относительно чего-л.; οἱ ἀμφισβητοῦντες Arst., Dem. спорящие стороны (на суде); τὰ ἀμφισβητούμενα Thuc., Plat., Isocr., Polyb. спорные пункты, разногласия; ἀ. μὴ πρός τινα εἶναι τὰς δίκας Lys. возражать против подсудности дела кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> (оспаривая) утверждать: ἀ. τι εἶναί τι Plat. настаивать на чем-л.; ἠμφεσβήτει μὴ ἀληθῆ λέγειν [[ἐμέ]] Dem. он утверждал, что я говорил неправду;<br /><b class="num">3)</b> [[оспаривать друг у друга]], [[заявлять претензию]], [[претендовать]] (τινος Isocr., Dem.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφισβητέω:''' Ιων. -βᾰτέω, μέλ. <i>-ήσω</i>, παρατ. και αόρ. αʹ (με [[διπλή]] αύξ.)· [[ἠμφεσβήτουν]], <i>ἠμφεσβήτησα</i> — Παθ. μέλ. του Μέσ. τύπου <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἠμφισβητήθην</i> ή <i>ἠμφεσβ-</i>· ([[βαίνω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> κυριολεκτικά, [[στέκομαι]] [[μακριά]], και [[επομένως]] [[διαφωνώ]] με [[κάτι]] που ειπώθηκε, με δοτ., σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., [[διαφωνώ]] ή [[ερίζω]] με, <i>τινί</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[διαφωνώ]], [[φιλονικώ]], [[συζητώ]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀμφισβητοῦντες</i>, οι αντίπαλοι, οι διάδικοι σε μια [[δίκη]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., [[διαφωνώ]] για ή σχετικά μ' ένα [[ζήτημα]], στον ίδ.· επίσης, [[περί]] τινος, σε Πλάτ.· έχω [[αξίωση]] στην [[ιδιοκτησία]] τεθνεώντος προσώπου, <i>τοῦ κλήρου</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ. πράγμ., [[αμφισβητώ]] ένα [[σημείο]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> με αιτ. και απαρ., [[επιχειρηματολογώ]], [[υποστηρίζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] αμφισβήτησης, στον ίδ. ή απρόσ., ἀμφισβητεῖται [[περί]] τι ή <i>τινος</i>, στον ίδ.· ἀμφισβητεῖται μὴ [[εἶναι]] τι, διαφιλονικείται, στον ίδ.
|lsmtext='''ἀμφισβητέω:''' Ιων. -βᾰτέω, μέλ. <i>-ήσω</i>, παρατ. και αόρ. αʹ (με [[διπλή]] αύξ.)· [[ἠμφεσβήτουν]], <i>ἠμφεσβήτησα</i> — Παθ. μέλ. του Μέσ. τύπου <i>-ήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ἠμφισβητήθην</i> ή <i>ἠμφεσβ-</i>· ([[βαίνω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> κυριολεκτικά, [[στέκομαι]] [[μακριά]], και [[επομένως]] [[διαφωνώ]] με [[κάτι]] που ειπώθηκε, με δοτ., σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ., [[διαφωνώ]] ή [[ερίζω]] με, <i>τινί</i>, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[διαφωνώ]], [[φιλονικώ]], [[συζητώ]], στον ίδ. κ.λπ.· <i>οἱ ἀμφισβητοῦντες</i>, οι αντίπαλοι, οι διάδικοι σε μια [[δίκη]], σε Δημ.<br /><b class="num">3.</b> με γεν. πράγμ., [[διαφωνώ]] για ή σχετικά μ' ένα [[ζήτημα]], στον ίδ.· επίσης, [[περί]] τινος, σε Πλάτ.· έχω [[αξίωση]] στην [[ιδιοκτησία]] τεθνεώντος προσώπου, <i>τοῦ κλήρου</i>, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> με αιτ. πράγμ., [[αμφισβητώ]] ένα [[σημείο]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">5.</b> με αιτ. και απαρ., [[επιχειρηματολογώ]], [[υποστηρίζω]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., [[γίνομαι]] [[αντικείμενο]] αμφισβήτησης, στον ίδ. ή απρόσ., ἀμφισβητεῖται [[περί]] τι ή <i>τινος</i>, στον ίδ.· ἀμφισβητεῖται μὴ [[εἶναι]] τι, διαφιλονικείται, στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀμφισβητέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[расходиться]] (во мнениях), быть несогласным, спорить (τι, περί τι и περί τινος Plat. и πρός τι Arst.): τῷ [[πρότερον]] λεχθέντι (sc. λόγῳ) ἀ. Her. противоречить ранее сказанному; ἀ. πρός τινα Plat. расходиться во мнениях с кем-л.; ἀ. τινι περί τινος Plat., Isae., τινί τινος Dem. и τινι [[ὑπέρ]] τινος Polyb. спорить с кем-л. относительно чего-л.; οἱ ἀμφισβητοῦντες Arst., Dem. спорящие стороны (на суде); τὰ ἀμφισβητούμενα Thuc., Plat., Isocr., Polyb. спорные пункты, разногласия; ἀ. μὴ πρός τινα εἶναι τὰς δίκας Lys. возражать против подсудности дела кому-л.;<br /><b class="num">2)</b> (оспаривая) утверждать: ἀ. τι εἶναί τι Plat. настаивать на чем-л.; ἠμφεσβήτει μὴ ἀληθῆ λέγειν [[ἐμέ]] Dem. он утверждал, что я говорил неправду;<br /><b class="num">3)</b> [[оспаривать друг у друга]], [[заявлять претензию]], [[претендовать]] (τινος Isocr., Dem.).
}}
}}
{{etym
{{etym