3,277,206
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />contraint, forcé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγκάζω]]. | |btext=ή, όν :<br />contraint, forcé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναγκάζω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀναγκαστός:''' [[вынужденный]], [[принужденный]] Her.: ἐκ καταλόγου ἀναγκαστοί Thuc. внесенные в список военнообязанных. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀναγκαστός:''' -ή, -όν ([[ἀναγκάζω]]), [[εξαναγκαστικός]], επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. στρατεύειν</i>, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική [[θητεία]], σε Θουκ. | |lsmtext='''ἀναγκαστός:''' -ή, -όν ([[ἀναγκάζω]]), [[εξαναγκαστικός]], επιβαλλόμενος δια της βίας, σε Ηρόδ.· <i>ἀν. στρατεύειν</i>, υποχρεωμένος να συμμετάσχει στο στρατό, να υπηρετήσει στρατιωτική [[θητεία]], σε Θουκ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἀναγκάζω]]<br />[[forced]], constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed [[into]] the [[service]], Thuc. | |mdlsjtxt=[[ἀναγκάζω]]<br />[[forced]], constrained, Hdt.; ἀν. στρατεύειν pressed [[into]] the [[service]], Thuc. | ||
}} | }} |