ἀπατήλιος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />trompeur, mensonger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπάτη]].
|btext=ος, ον :<br />trompeur, mensonger.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπάτη]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπᾰτήλιος:''' Hom. = [[ἀπατηλός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 30: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπᾰτήλιος:''' -ον, αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να εξαπατά, [[πανούργος]]· ἀπατήλια [[εἰδώς]], αυτός που είναι [[προικισμένος]], [[ικανός]] στο να δολοφονηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπατήλιον βάζειν</i>, στο ίδ.
|lsmtext='''ἀπᾰτήλιος:''' -ον, αυτός που έχει την [[ικανότητα]] να εξαπατά, [[πανούργος]]· ἀπατήλια [[εἰδώς]], αυτός που είναι [[προικισμένος]], [[ικανός]] στο να δολοφονηθεί, σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπατήλιον βάζειν</i>, στο ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπᾰτήλιος:''' Hom. = [[ἀπατηλός]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[ἀπάτη]]<br />[[guileful]], [[wily]], ἀπατήλια [[εἰδώς]] [[skilled]] in wiles, Od.; ἀπ. βάζειν Od.
|mdlsjtxt=[from [[ἀπάτη]]<br />[[guileful]], [[wily]], ἀπατήλια [[εἰδώς]] [[skilled]] in wiles, Od.; ἀπ. βάζειν Od.
}}
}}