3,273,769
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἀπολύσω, <i>ao.</i> ἀπέλυσα, <i>pf.</i> ἀπολέλυκα;<br /><b>I.</b> délier, détacher : ἱμάντα OD une courroie;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> libérer un captif moyennant rançon;<br /><b>2</b> <i>t. de droit</i> absoudre qqn d'une accusation ; ἀπ. τινὰ μὴ φῶρα [[εἶναι]] HDT acquitter qqn comme n'étant pas un voleur;<br /><b>3</b> congédier, renvoyer;<br /><b>4</b> affranchir, libérer : τινά τινος qqn d'une charge, d'un souci, <i>etc.</i> ; τὴν ψυχὴν ἀπὸ [[τοῦ]] σώματος κοινωνίας PLAT affranchir l'âme de la communauté avec le corps ; <i>Pass.</i> τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι HDT être affranchi du service militaire ; τῆς ἀρχῆς ἀπ. THC être affranchi de l'autorité (de qqn);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπολύομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> écarter de soi : διαβολάς, αἰτίαν des attaques, une accusation ; <i>abs.</i> ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη HDT il dit pour sa défense;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'éloigner, quitter la vie, mourir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λύω]]. | |btext=<i>f.</i> ἀπολύσω, <i>ao.</i> ἀπέλυσα, <i>pf.</i> ἀπολέλυκα;<br /><b>I.</b> délier, détacher : ἱμάντα OD une courroie;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> <b>1</b> libérer un captif moyennant rançon;<br /><b>2</b> <i>t. de droit</i> absoudre qqn d'une accusation ; ἀπ. τινὰ μὴ φῶρα [[εἶναι]] HDT acquitter qqn comme n'étant pas un voleur;<br /><b>3</b> congédier, renvoyer;<br /><b>4</b> affranchir, libérer : τινά τινος qqn d'une charge, d'un souci, <i>etc.</i> ; τὴν ψυχὴν ἀπὸ [[τοῦ]] σώματος κοινωνίας PLAT affranchir l'âme de la communauté avec le corps ; <i>Pass.</i> τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι HDT être affranchi du service militaire ; τῆς ἀρχῆς ἀπ. THC être affranchi de l'autorité (de qqn);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀπολύομαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> écarter de soi : διαβολάς, αἰτίαν des attaques, une accusation ; <i>abs.</i> ὁ δὲ ἀπολυόμενος ἔφη HDT il dit pour sa défense;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> s'éloigner, quitter la vie, mourir.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[λύω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀπολύω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[развязывать]], [[отвязывать]] (ἱμάντα κορώνης Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[снимать]], [[убирать]] ([[κρήδεμνον]] Hom.);<br /><b class="num">3)</b> [[освобождать]], [[отпускать на свободу]] (τινά Hom.; πολλῶν χρημάτων ἀπολύεσθαι Xen.);<br /><b class="num">4)</b> [[реже]] med. освобождать, избавлять (τινά τινος Her., Xen., Plat., Plut.): τῆς στρατηΐης ἀπολελύσθαι Her. быть освобожденным от военной службы;<br /><b class="num">5)</b> [[освобождать]], [[оправдывать]]: ἀ. τινὰ αἰτίας Her., Xen. освобождать кого-л. от обвинения; ἀπέλυσαν αὐτὸν μὴ φῶρα εἶναι Her. его не признали вором; διαβολὰς ἀπολύεσθαι Thuc., Plat. защищаться от клеветнических обвинений;<br /><b class="num">6)</b> [[отпускать]], [[прощать]] ([[ἀνάλωμα]] Plat.; med. τὰς αἰτίας καὶ ὑπονοίας Plut.);<br /><b class="num">7)</b> [[распускать]] (τοὺς Σπαρτιάτας [[οἴκαδε]] Xen.);<br /><b class="num">8)</b> [[отсылать]] (τινὰ ἄδειπνον Arph.): ἀ. τὸν ἄνδρα Diod. разводиться с мужем;<br /><b class="num">9)</b> [[отделять]]: ἀπολύεσθαι (ἀπ᾽) [[ἀλλήλων]] Arst. разделяться, расставаться, разобщаться; ἀπολελυμένος Arst. отдельный, обособленный, филос. безотносительный, абсолютный;<br /><b class="num">10)</b> med. [[уходить]], [[удаляться]] (εἰς τὸν τόπον Polyb.);<br /><b class="num">11)</b> med. [[кончать жизнь самоубийством]] (ποίῳ ἀπελύσατο τρόπῳ; Soph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 36: | Line 39: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀπολύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ] κ.λπ.· συντελ. μέλ. <i>ἀπολελύσομαι</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[λύνω]] [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]], <i>τί τινος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[λύνω]], [[χαλαρώνω]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[απελευθερώνω]], [[απαλλάσσω]] ή [[ανακουφίζω]] από, <i>τινὰ τῆς φρουρᾶς</i>, <i>τῆς ἐπιμελείας</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· τι ἀπό τινος, σε Πλάτ. — Παθ., απελευθερώνομαι από, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με νομική [[σημασία]], [[ἀπολύω]] τῆς αἰτίης, [[απαλλάσσω]], [[αθωώνω]] από την [[κατηγορία]], σε Ηρόδ., Ξεν.· με απαρ., [[ἀπολύω]] τινὰ μὴ φῶρα [[εἶναι]], [[αθωώνω]] κάποιον από την [[κατηγορία]] ότι είναι [[κλέφτης]], σε Ηρόδ.· ομοίως απόλ., [[αθωώνω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[απελευθερώνω]] κάποιον λαμβάνοντας [[λύτρα]], [[παραλαμβάνω]] [[λύτρα]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[απελευθερώνω]] κάποιον με την [[καταβολή]] λύτρων, [[εξαγοράζω]], <i>χρυσοῦ</i>, καταβάλλοντας το [[αντίτιμο]] σε χρυσό, στο ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[διαλύω]] ή [[διασκορπίζω]] [[στράτευμα]], σε Ξεν.· γενικά, [[απαλλάσσω]] από [[υπηρεσία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίζω]], [[αποπέμπω]] τη [[γυναίκα]] μου, σε Καινή Διαθήκη <b>Β. 1.</b> Μέσ., [[εξαγοράζω]], [[απελευθερώνω]] καταβάλλοντας [[λύτρα]], βλ. ανωτ. II.<br /><b class="num">2.</b> [[ανασκευάζω]] τις κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου, τις [[αναιρώ]], Λατ. diluere, σε Θουκ., Πλάτ.· απόλ., <i>ἀπολυόμενος</i>, ο απολογούμενος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> όπως το Παθ. (<b>Γ. II.</b>), [[αποχωρώ]], [[αναχωρώ]], [[απέρχομαι]], σε Σοφ. <b>Γ.</b> Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> αφήνομαι [[ελεύθερος]], απαλλάσσομαι, <i>τῆς στρατηΐης</i>, από τη στρατιωτική [[υπηρεσία]], σε Ηρόδ.· <i>τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι</i>, απαλλάχθηκαν από τις εξουσίες τους, σε Θουκ.· απόλ., αθωώνομαι, απαλλάσσομαι από μια [[κατηγορία]], στον ίδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για αντιμαχόμενους, αποχωρίζομαι, αποσπώμαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[απέρχομαι]], [[αποχωρώ]], [[αναχωρώ]], σε Σοφ. | |lsmtext='''ἀπολύω:''' μέλ. -λύσω [ῡ] κ.λπ.· συντελ. μέλ. <i>ἀπολελύσομαι</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[λύνω]] [[κάτι]] από [[κάτι]] [[άλλο]], <i>τί τινος</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[λύνω]], [[χαλαρώνω]], στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[απελευθερώνω]], [[απαλλάσσω]] ή [[ανακουφίζω]] από, <i>τινὰ τῆς φρουρᾶς</i>, <i>τῆς ἐπιμελείας</i>, σε Ηρόδ., Ξεν.· τι ἀπό τινος, σε Πλάτ. — Παθ., απελευθερώνομαι από, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> με νομική [[σημασία]], [[ἀπολύω]] τῆς αἰτίης, [[απαλλάσσω]], [[αθωώνω]] από την [[κατηγορία]], σε Ηρόδ., Ξεν.· με απαρ., [[ἀπολύω]] τινὰ μὴ φῶρα [[εἶναι]], [[αθωώνω]] κάποιον από την [[κατηγορία]] ότι είναι [[κλέφτης]], σε Ηρόδ.· ομοίως απόλ., [[αθωώνω]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[απελευθερώνω]] κάποιον λαμβάνοντας [[λύτρα]], [[παραλαμβάνω]] [[λύτρα]], σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., [[απελευθερώνω]] κάποιον με την [[καταβολή]] λύτρων, [[εξαγοράζω]], <i>χρυσοῦ</i>, καταβάλλοντας το [[αντίτιμο]] σε χρυσό, στο ίδ.<br /><b class="num">III. 1.</b> [[διαλύω]] ή [[διασκορπίζω]] [[στράτευμα]], σε Ξεν.· γενικά, [[απαλλάσσω]] από [[υπηρεσία]], σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[χωρίζω]], [[αποπέμπω]] τη [[γυναίκα]] μου, σε Καινή Διαθήκη <b>Β. 1.</b> Μέσ., [[εξαγοράζω]], [[απελευθερώνω]] καταβάλλοντας [[λύτρα]], βλ. ανωτ. II.<br /><b class="num">2.</b> [[ανασκευάζω]] τις κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου, τις [[αναιρώ]], Λατ. diluere, σε Θουκ., Πλάτ.· απόλ., <i>ἀπολυόμενος</i>, ο απολογούμενος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> όπως το Παθ. (<b>Γ. II.</b>), [[αποχωρώ]], [[αναχωρώ]], [[απέρχομαι]], σε Σοφ. <b>Γ.</b> Παθ.,<br /><b class="num">I.</b> αφήνομαι [[ελεύθερος]], απαλλάσσομαι, <i>τῆς στρατηΐης</i>, από τη στρατιωτική [[υπηρεσία]], σε Ηρόδ.· <i>τῆς ἀρχῆς ἀπολυθῆναι</i>, απαλλάχθηκαν από τις εξουσίες τους, σε Θουκ.· απόλ., αθωώνομαι, απαλλάσσομαι από μια [[κατηγορία]], στον ίδ., Πλάτ.<br /><b class="num">II. 1.</b> λέγεται για αντιμαχόμενους, αποχωρίζομαι, αποσπώμαι, σε Θουκ.<br /><b class="num">2.</b> [[απέρχομαι]], [[αποχωρώ]], [[αναχωρώ]], σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |