Anonymous

ἐλεημοσύνη: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />don charitable, aumône.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλεήμων]].
|btext=ης (ἡ) :<br />don charitable, aumône.<br />'''Étymologie:''' [[ἐλεήμων]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλεημοσύνη:''' ἡ досл. сострадание, милосердие, перен. милостыня, подаяние Diog. L., NT.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 33: Line 36:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐλεημοσύνη:''' ἡ, [[οίκτος]], [[συμπάθεια]], [[έλεος]]· [[βοήθεια]] στους φτωχούς, [[φιλανθρωπία]], Αγγλ. alms = [[ελεημοσύνη]] (η οποία δημιουργήθηκε από [[παραφθορά]] και [[σύντμηση]] της ελλ. λέξης), σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.
|lsmtext='''ἐλεημοσύνη:''' ἡ, [[οίκτος]], [[συμπάθεια]], [[έλεος]]· [[βοήθεια]] στους φτωχούς, [[φιλανθρωπία]], Αγγλ. alms = [[ελεημοσύνη]] (η οποία δημιουργήθηκε από [[παραφθορά]] και [[σύντμηση]] της ελλ. λέξης), σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐλεημοσύνη:''' ἡ досл. сострадание, милосердие, перен. милостыня, подаяние Diog. L., NT.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj