Anonymous

ἑκατογκεφάλας: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α (ὁ) :<br />à cent têtes.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[κεφαλή]].
|btext=α (ὁ) :<br />à cent têtes.<br />'''Étymologie:''' [[ἑκατόν]], [[κεφαλή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκατογκεφάλας:''' α adj. Pind., Arph. = [[ἑκατογκέφαλος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 27: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἑκᾰτογκεφάλας:''' γεν. -α, ὁ ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[εκατό]] κεφάλια, σε Πίνδ.· ομοίως μεταγεν., ἑκατογ-[[κέφαλος]], <i>-ον</i>, σε Ευρ., Αριστοφ.
|lsmtext='''ἑκᾰτογκεφάλας:''' γεν. -α, ὁ ([[κεφαλή]]), αυτός που έχει [[εκατό]] κεφάλια, σε Πίνδ.· ομοίως μεταγεν., ἑκατογ-[[κέφαλος]], <i>-ον</i>, σε Ευρ., Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἑκατογκεφάλας:''' α adj. Pind., Arph. = [[ἑκατογκέφαλος]].
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κεφαλή]]<br />[[hundred]]-headed, Pind.: so ἑκατογ-[[κέφαλος]], ον, Eur., Ar.
|mdlsjtxt=[[κεφαλή]]<br />[[hundred]]-headed, Pind.: so ἑκατογ-[[κέφαλος]], ον, Eur., Ar.
}}
}}