3,276,318
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=briguer, intriguer.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρις]]. | |btext=briguer, intriguer.<br />'''Étymologie:''' [[ἔρις]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἐρῑθεύομαι:''' [[добиваться любыми средствами политического успеха]], [[пускать в ход всяческие махинации]], [[интриговать]]: οἱ ἐριθευόμενοι Arst. домогающиеся политической карьеры интриганы. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 21: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐριθεύομαι]] (Α) [[έριθος]]<br />(αποθ. [[κυρίως]]<br />το ενεργ. σπάνιο και μεταγενέστερο)<br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] με [[μισθό]], [[υπηρετώ]] κάποιον με [[αμοιβή]]<br /><b>2.</b> με δόλια [[μέσα]] [[επιδιώκω]] [[δημόσια]] [[θέση]], επιζητώντας την [[επιδοκιμασία]] του όχλου («ὅτι ᾑροῦντο τοὺς ἐριθυομένους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μτγν. ενεργ.) <i>ἐριθεύω</i><br />α) (γενικά) [[εργάζομαι]]<br />β) [[αμιλλώμαι]], [[συναγωνίζομαι]] με κάποιον<br /><b>4.</b> <b>(σύνθ.)</b> <b>φρ.</b> «ἐξεριθεύεσθαι τοὺς νέους» — το να δελεάζει, να πλανά και να ελκύει [[κάποιος]] τους νέους σε φατριαστικά [[μέτρα]]. | |mltxt=[[ἐριθεύομαι]] (Α) [[έριθος]]<br />(αποθ. [[κυρίως]]<br />το ενεργ. σπάνιο και μεταγενέστερο)<br /><b>1.</b> [[εργάζομαι]] με [[μισθό]], [[υπηρετώ]] κάποιον με [[αμοιβή]]<br /><b>2.</b> με δόλια [[μέσα]] [[επιδιώκω]] [[δημόσια]] [[θέση]], επιζητώντας την [[επιδοκιμασία]] του όχλου («ὅτι ᾑροῦντο τοὺς ἐριθυομένους», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>3.</b> (το μτγν. ενεργ.) <i>ἐριθεύω</i><br />α) (γενικά) [[εργάζομαι]]<br />β) [[αμιλλώμαι]], [[συναγωνίζομαι]] με κάποιον<br /><b>4.</b> <b>(σύνθ.)</b> <b>φρ.</b> «ἐξεριθεύεσθαι τοὺς νέους» — το να δελεάζει, να πλανά και να ελκύει [[κάποιος]] τους νέους σε φατριαστικά [[μέτρα]]. | ||
}} | }} |