ὀμματοστερής: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> privé de la vue;<br /><b>2</b> qui prive de la vue.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμμα]], [[στερέω]].
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> privé de la vue;<br /><b>2</b> qui prive de la vue.<br />'''Étymologie:''' [[ὄμμα]], [[στερέω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμμᾰτοστερής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[лишенный глаз]], [[слепой]] ([[πρέσβυς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[сжигающий почки]] (φλογμὸς ὀ. φυτῶν Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀμμᾰτοστερής:''' -ές ([[στερέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει στερηθεί τα μάτια του, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που αποστερεί τα μάτια, <i>φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν</i>, [[θερμότητα]] που στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια ή τα [[άνθη]] τους, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὀμμᾰτοστερής:''' -ές ([[στερέω]]),·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει στερηθεί τα μάτια του, σε Σοφ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> Ενεργ., αυτός που αποστερεί τα μάτια, <i>φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν</i>, [[θερμότητα]] που στερεί τα φυτά από τα μπουμπούκια ή τα [[άνθη]] τους, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀμμᾰτοστερής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[лишенный глаз]], [[слепой]] ([[πρέσβυς]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[сжигающий почки]] (φλογμὸς ὀ. φυτῶν Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὀμμᾰτο-στερής, ές [[στερέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[bereft]] of eyes, Soph., Eur.<br /><b class="num">II.</b> act. depriving of eyes, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν [[heat]] that robs plants of [[their]] eyes or buds, Aesch.
|mdlsjtxt=ὀμμᾰτο-στερής, ές [[στερέω]]<br /><b class="num">I.</b> [[bereft]] of eyes, Soph., Eur.<br /><b class="num">II.</b> act. depriving of eyes, φλογμὸς ὀμμ. φυτῶν [[heat]] that robs plants of [[their]] eyes or buds, Aesch.
}}
}}