ὀρεύς: Difference between revisions

No change in size ,  3 October 2022
m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=έως (ὁ) :<br />mulet, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
|btext=έως (ὁ) :<br />mulet, <i>animal</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ὄρος]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεύς:''' έως, ион. [[οὐρεύς]], ῆος ὁ мул Hom., Hes., Arph., Arst.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀρεύς:''' Ιων. [[οὐρεύς]], -έως, ὁ, [[μουλάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. (από το [[ὄρος]], [[βουνό]], [[καθώς]] τα μουλάρια χρησιμοποιούνται [[πολύ]] σε ορεινές περιοχές).
|lsmtext='''ὀρεύς:''' Ιων. [[οὐρεύς]], -έως, ὁ, [[μουλάρι]], σε Ομήρ. Ιλ., Αριστοφ. (από το [[ὄρος]], [[βουνό]], [[καθώς]] τα μουλάρια χρησιμοποιούνται [[πολύ]] σε ορεινές περιοχές).
}}
{{elru
|elrutext='''ὀρεύς:''' έως, ион. [[οὐρεύς]], ῆος ὁ мул Hom., Hes., Arph., Arst.
}}
}}
{{etym
{{etym