ὁρκωμοτέω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />jurer avec serment : τινι, à qqn ; τινα <i>ou</i> [[ἐπί]] τινι, jurer par une divinité ; τινά [[τι]], jurer qch au nom d’un dieu.<br />'''Étymologie:''' [[ὅρκος]], [[ὄμνυμι]].
|btext=-ῶ :<br />jurer avec serment : τινι, à qqn ; τινα <i>ou</i> [[ἐπί]] τινι, jurer par une divinité ; τινά [[τι]], jurer qch au nom d’un dieu.<br />'''Étymologie:''' [[ὅρκος]], [[ὄμνυμι]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὁρκωμοτέω:''' [[приносить]] (давать) клятву, клясться: ὁ. τινι Aesch. клясться кому-л.; ὁ. τινα Aesch. и ἐπὶ τινι Luc. клясться кем-л.; ὁ. θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι Soph. клясться богами в своей непричастности к делу; ὁ. κατὰ σφαγίων Plut. приносить клятву, скрепленную жертвоприношением; πάσης [[ὑπὲρ]] γῆς ὁ. Eur. давать клятву от имени всей страны.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὁρκωμοτέω:''' ([[ὄμνυμι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παίρνω]] όρκο, στους Τραγ.· ακολουθ. από απαρ. αόρ., [[ὁρκωμοτέω]] θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι, ορκίζονται στους θεούς ότι δεν το έπραξαν, σε Σοφ.· από απαρ. μέλ., <i>Ἄρῃὡρκωμότησαν λαπάξειν</i>, ορκίστηκαν στο όνομα του Άρη ότι θα πραγματοποιούσαν καταστροφές, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''ὁρκωμοτέω:''' ([[ὄμνυμι]]), μέλ. <i>-ήσω</i>, [[παίρνω]] όρκο, στους Τραγ.· ακολουθ. από απαρ. αόρ., [[ὁρκωμοτέω]] θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι, ορκίζονται στους θεούς ότι δεν το έπραξαν, σε Σοφ.· από απαρ. μέλ., <i>Ἄρῃὡρκωμότησαν λαπάξειν</i>, ορκίστηκαν στο όνομα του Άρη ότι θα πραγματοποιούσαν καταστροφές, σε Αισχύλ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὁρκωμοτέω:''' [[приносить]] (давать) клятву, клясться: ὁ. τινι Aesch. клясться кому-л.; ὁ. τινα Aesch. и ἐπὶ τινι Luc. клясться кем-л.; ὁ. θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι Soph. клясться богами в своей непричастности к делу; ὁ. κατὰ σφαγίων Plut. приносить клятву, скрепленную жертвоприношением; πάσης [[ὑπὲρ]] γῆς ὁ. Eur. давать клятву от имени всей страны.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ὁρκ-ωμοτέω, fut. -ήσω [[ὄμνυμι]]<br />to [[take]] an [[oath]], Trag.:— foll. by inf. aor., ὁρκ. θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι to [[swear]] by the gods that they did it not, Soph.; by inf. fut., Ἄρη ὡρκωμότησαν λαπάξειν made [[oath]] by [[Ares]] that they would [[destroy]], Aesch.
|mdlsjtxt=ὁρκ-ωμοτέω, fut. -ήσω [[ὄμνυμι]]<br />to [[take]] an [[oath]], Trag.:— foll. by inf. aor., ὁρκ. θεοὺς τὸ μὴ δρᾶσαι to [[swear]] by the gods that they did it not, Soph.; by inf. fut., Ἄρη ὡρκωμότησαν λαπάξειν made [[oath]] by [[Ares]] that they would [[destroy]], Aesch.
}}
}}