3,274,916
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὑμνήσω, <i>ao.</i> ὕμνησα, <i>pf.</i> ὕμνηκα;<br /><b>1</b> chanter un chant grave, religieux <i>ou</i> héroïque, acc.;<br /><b>2</b> chanter, louer, célébrer dans un chant <i>ou</i> dans des vers, acc. : κακά SOPH déplorer ses malheurs ; ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα THC les vertus dont j’ai loué la cité ; <i>Pass.</i> être chanté, célébré par des chants <i>ou</i> bafoué dans des chansons;<br /><b>3</b> vanter, rappeler avec emphase, avoir sans cesse à la bouche.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> ὑμνήσω, <i>ao.</i> ὕμνησα, <i>pf.</i> ὕμνηκα;<br /><b>1</b> chanter un chant grave, religieux <i>ou</i> héroïque, acc.;<br /><b>2</b> chanter, louer, célébrer dans un chant <i>ou</i> dans des vers, acc. : κακά SOPH déplorer ses malheurs ; ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα THC les vertus dont j’ai loué la cité ; <i>Pass.</i> être chanté, célébré par des chants <i>ou</i> bafoué dans des chansons;<br /><b>3</b> vanter, rappeler avec emphase, avoir sans cesse à la bouche.<br />'''Étymologie:''' [[ὕμνος]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὑμνέω:''' эп. [[ὑμνείω]]<br /><b class="num">1)</b> (торжественно), [[петь]] (ὕμνον Aesch.; παιᾶνα Eur.; ὡς ποιηταὶ ὑμνήκασι περὶ αὐτῶν Thuc.);<br /><b class="num">2)</b> [[прославлять в песнях]], [[воспевать]] (τινα Her., Soph., Xen.; τὰς ἀρετάς τινος Lys.): ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα Thuc. то, что я сказал для прославления (нашего) государства; ὑ. τινα ὑμεναίοισιν Eur. петь в честь кого-л. свадебные песни;<br /><b class="num">3)</b> [[скорбно воспевать]], [[оплакивать в песнях]] (τι и τινα Soph., Eur., Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[беспрестанно повторять]], [[твердить]]: ἀεὶ ὑμνούμενα Soph. вечно повторяемые слова, «[[старая песня]]»; [[πάλαι]] ὑμνηθέν Eur. избитая истина;<br /><b class="num">5)</b> [[объявлять]], [[провозглашать]]: οὐδὲν [[δεῖ]] τὸν ἐπὶ [[τούτῳ]] νόμον ὑμνεῖν Plat. нет надобности издавать на этот счет закон;<br /><b class="num">6)</b> [[звучать]], [[раздаваться]] (περὶ τὰ ὦτά τινος Plat.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 33: | Line 36: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὑμνέω:''' ([[ὕμνος]]), Επικ. <i>-είω</i>, Δωρ. γʹ πληθ. <i>ὑμνεῦσι</i>, θηλ. μτχ. <i>ὑμνεῦσα</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ., [[υμνώ]], [[εγκωμιάζω]], [[εξυμνώ]], Λατ. canere, με αιτ., σε Ησίοδ., Τραγ.· επίσης σε πεζό λόγο, [[εξυμνώ]], [[δοξολογώ]], [[τιμώ]] τη [[μνήμη]], [[εορτάζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.· με [[διπλή]] αιτ., <i>ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα</i>, τα πράγματα για τα οποία εγκωμίασα την πόλη μας, σε Θουκ. — Παθ., εξυμνούμαι, Ἀργεῖοι [[ὑμνέαται]] (Ιων. αντί <i>-ηνται</i>), έχουν επαινεθεί, σε Ηρόδ.· ὑμνηθήσεται [[πόλις]], σε Ευρ.· <i>αἱ ὑμνούμεναι φιλίαι</i>, οι διαβόητες, οι ξακουστές φιλίες, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., [[υμνώ]], [[επαινώ]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέω [[κάτι]] [[ξανά]] και [[ξανά]], [[επαναλαμβάνω]], [[εξιστορώ]], [[απαγγέλλω]], [[εκθέτω]], [[ξαναδιαβάζω]], [[αφηγούμαι]], Λατ. decantare, σε Πλάτ.· <i>ὑμνήσεις [[κακά]]</i>, εσύ θα ψάλλεις, τραγουδήσεις επανειλημμένως τις δικές [[σου]] δυστυχίες, συμφορές, σε Σοφ.· τὰν ἐμὰν [[ὑμνεῦσαι]] (Ιων. αντί <i>-οῦσαι</i>) <i>ἀπιστοσύναν</i>, [[διαρκής]] [[έκθεση]] της δικής μου έλλειψης πίστης, σε Ευρ. — Παθ., <i>βαί'</i>, <i>ἀεὶ δ' ὑμνούμενα</i>, λίγες λέξεις, [[αλλά]] [[συχνά]] επαναλαμβανόμενες, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., [[εξυμνώ]], [[ψάλλω]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με Παθ. [[σημασία]], φῆμαι ὑμνήσουσι περὶ τὰ [[ὦτα]], θα ηχήσουν στα αυτιά τους, σε Πλάτ. (Στον Ευρ. μερικές φορές παραδίδεται <i>ῠ</i>). | |lsmtext='''ὑμνέω:''' ([[ὕμνος]]), Επικ. <i>-είω</i>, Δωρ. γʹ πληθ. <i>ὑμνεῦσι</i>, θηλ. μτχ. <i>ὑμνεῦσα</i>, μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> με αιτ., [[υμνώ]], [[εγκωμιάζω]], [[εξυμνώ]], Λατ. canere, με αιτ., σε Ησίοδ., Τραγ.· επίσης σε πεζό λόγο, [[εξυμνώ]], [[δοξολογώ]], [[τιμώ]] τη [[μνήμη]], [[εορτάζω]], σε Ηρόδ., Ξεν.· με [[διπλή]] αιτ., <i>ἃ τὴν πόλιν ὕμνησα</i>, τα πράγματα για τα οποία εγκωμίασα την πόλη μας, σε Θουκ. — Παθ., εξυμνούμαι, Ἀργεῖοι [[ὑμνέαται]] (Ιων. αντί <i>-ηνται</i>), έχουν επαινεθεί, σε Ηρόδ.· ὑμνηθήσεται [[πόλις]], σε Ευρ.· <i>αἱ ὑμνούμεναι φιλίαι</i>, οι διαβόητες, οι ξακουστές φιλίες, σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., [[υμνώ]], [[επαινώ]], σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> λέω [[κάτι]] [[ξανά]] και [[ξανά]], [[επαναλαμβάνω]], [[εξιστορώ]], [[απαγγέλλω]], [[εκθέτω]], [[ξαναδιαβάζω]], [[αφηγούμαι]], Λατ. decantare, σε Πλάτ.· <i>ὑμνήσεις [[κακά]]</i>, εσύ θα ψάλλεις, τραγουδήσεις επανειλημμένως τις δικές [[σου]] δυστυχίες, συμφορές, σε Σοφ.· τὰν ἐμὰν [[ὑμνεῦσαι]] (Ιων. αντί <i>-οῦσαι</i>) <i>ἀπιστοσύναν</i>, [[διαρκής]] [[έκθεση]] της δικής μου έλλειψης πίστης, σε Ευρ. — Παθ., <i>βαί'</i>, <i>ἀεὶ δ' ὑμνούμενα</i>, λίγες λέξεις, [[αλλά]] [[συχνά]] επαναλαμβανόμενες, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> αμτβ., [[εξυμνώ]], [[ψάλλω]], σε Θουκ., Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με Παθ. [[σημασία]], φῆμαι ὑμνήσουσι περὶ τὰ [[ὦτα]], θα ηχήσουν στα αυτιά τους, σε Πλάτ. (Στον Ευρ. μερικές φορές παραδίδεται <i>ῠ</i>). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |