3,277,002
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> secourable;<br /><b>2</b> utile, avantageux, profitable ; τὸ ὠφέλιμον, l'utile, l'avantage;<br /><i>Cp.</i> ὠφελιμώτερος, <i>Sp.</i> ὠφελιμώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὠφελέω]]. | |btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br /><b>1</b> secourable;<br /><b>2</b> utile, avantageux, profitable ; τὸ ὠφέλιμον, l'utile, l'avantage;<br /><i>Cp.</i> ὠφελιμώτερος, <i>Sp.</i> ὠφελιμώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[ὠφελέω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ὠφέλῐμος:''' и 3 оказывающий помощь, приносящий пользу, полезный (τινι Thuc., Xen., Plat. и εἴς τινα Thuc.): ὠ. εἴς τι Thuc., Xen., πρός τι Plat. и [[ὑπέρ]] τινος Xen. полезный для чего-л. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ὠφέλιμος:''' -ον και -η, ον, [[βοηθητικός]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[επικερδής]], [[πλεονεκτικός]], [[προνομιούχος]], λέγεται για ανθρώπους και πράγματα, σε Θουκ. Πλάτ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>ἔς τι</i>, προς [[κάτι]], για κάποιον σκοπό, σε Θουκ.· <i>πρόςτι</i>, σε Πλάτ.· <i>τὸ ὠφέλιμον</i>, ως ουσ., στον ίδ· επίρρ., <i>-μως</i>, σε Ξεν.· υπερθ. <i>-ώτατα</i>, στον ίδ. | |lsmtext='''ὠφέλιμος:''' -ον και -η, ον, [[βοηθητικός]], [[χρήσιμος]], [[ωφέλιμος]], [[επικερδής]], [[πλεονεκτικός]], [[προνομιούχος]], λέγεται για ανθρώπους και πράγματα, σε Θουκ. Πλάτ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, σε κάποιον, σε Ευρ. κ.λπ.· <i>ἔς τι</i>, προς [[κάτι]], για κάποιον σκοπό, σε Θουκ.· <i>πρόςτι</i>, σε Πλάτ.· <i>τὸ ὠφέλιμον</i>, ως ουσ., στον ίδ· επίρρ., <i>-μως</i>, σε Ξεν.· υπερθ. <i>-ώτατα</i>, στον ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |