3,273,006
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> face, figure ; βλέπειν τινὰ [[εἰς]] [[πρόσωπον]] EUR regarder qqn en face ; κατὰ [[πρόσωπον]] [[ἔντευξις]] PLUT rencontre <i>ou</i> entretien face à face, un tête-à-tête ; <i>p. ext.</i> aspect, air ; <i>p. anal.</i> face <i>ou</i> front d'une armée;<br /><b>2</b> figure artificielle, <i>particul.</i> masque de théâtre ; rôle, personnage de théâtre ; personne <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὤψ]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> face, figure ; βλέπειν τινὰ [[εἰς]] [[πρόσωπον]] EUR regarder qqn en face ; κατὰ [[πρόσωπον]] [[ἔντευξις]] PLUT rencontre <i>ou</i> entretien face à face, un tête-à-tête ; <i>p. ext.</i> aspect, air ; <i>p. anal.</i> face <i>ou</i> front d'une armée;<br /><b>2</b> figure artificielle, <i>particul.</i> masque de théâtre ; rôle, personnage de théâtre ; personne <i>en gén.</i><br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ὤψ]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πρόσωπον -ου, τό [πρός, ὤψ] ep. plur. προσώπατα, dat. προσώπασι gezicht, uiterlijk; Hom. en poët. plur. ook voor een enkele persoon; χερσὶ δ’ ἄμυσσε... καλὰ πρόσωπα met haar handen haalde zij haar fraaie gezicht open Il. 19.285; οὐ τὸ σὸν δείσας πρόσωπον zonder angst voor jouw uiterlijk Soph. OT 448; οὐδ’ ἐς πρόσωπον Θησέως ἀφίξομαι ik zal Theseus niet onder ogen komen Eur. Hipp. 720; overdr. voorkant:; διδύμων προσώπων καλλιβλέφαρον φῶς het fraaie ooglicht van twee façades Eur. Ion 189; milit. front:. κατὰ πρόσωπον frontaal Thuc. 1.106.2; τὴν κατὰ πρόσωπον τῆς ἀντίας φάλαγγος τάξιν ἔχειν de voorste linie recht tegenover de vijandelijke slaglinie bezetten Xen. Cyr. 6.3.35. theatermasker (~ προσωπεῖον ); Aristot. Poët. 1449a36; personage (in toneelstuk); Cic. Att. 13.19.3; overdr. uiterlijke schijn:. τοὺς ἐν προσώπῳ καυχωμένους wie zich op uiterlijke schijn laat voorstaan NT 2 Cor. 5.12. persoon, persoonlijke aanwezigheid:. οὐ βλέπεις εἰς πρόσωπον ἀνθρώπων jij ziet niemand naar de ogen NT Mt. 22.16; οὐ λαμβάνεις πρόσωπόν (jij spreekt) zonder aanzien des persoons NT Luc. 20.21; ἀπορφανισθέντες ἀφ’ ὑμῶν,... προσώπῳ οὐ καρδίᾳ van u verweesd, uit het oog, maar niet uit het hart NT 1 Thes. 2.17; τὴν κατὰ πρόσωπον ἔντευξιν de persoonlijke ontmoeting Plut. Caes. 17.8. | ||
}} | }} | ||
{{Slater | {{Slater | ||
Line 28: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πρόσωπον:''' τό, πληθ. <i>πρόσωπα</i>, Επικ. [[προσώπατα]], δοτ. [[προσώπασι]] (<i>ὤψ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[πρόσωπο]], όψη, [[παρουσιαστικό]], [[κυρίως]] στον πληθ., [[ακόμη]] και για έναν μόνο άνθρωπο, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· βλέπειν τινὰ εἰς [[πρόσωπον]], σε Ευρ.· ἐς πρόσωπόν τινος [[ἀφικέσθαι]], [[έρχομαι]] ενώπιον του, στον ίδ.· κατὰ [[πρόσωπον]], [[μπροστά]], με το [[πρόσωπο]] στραμμένο ενώπιον, αυτοπροσώπως, σε Θουκ. κ.λπ.· ἡ κατὰ [[πρόσωπον]] [[ἔντευξις]], [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], «τετ-α-τετ», σε Πλούτ.· επίσης, πρὸς τὸ [[πρόσωπον]], σε Ξεν.· <i>λαμβάνειν πρόσωπόν τινος = προσωποληπτεῖν τινα</i>, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., ἀρχομένου [[πρόσωπον]] ἔργου, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εμφάνιση]] κάποιου, όψη, [[φυσιογνωμία]], Λατ. [[vultus]] instantis tyranni, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> = [[προσωπεῖον]], [[προσωπίδα]], [[μάσκα]], σε Δημ., Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> εξωτερική [[εμφάνιση]], [[ομορφιά]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">IV.</b>[[πρόσωπο]], [[άνθρωπος]], σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· <i>προσώπῳ</i>, σε προσωπική [[παρουσία]], στο ίδ. | |lsmtext='''πρόσωπον:''' τό, πληθ. <i>πρόσωπα</i>, Επικ. [[προσώπατα]], δοτ. [[προσώπασι]] (<i>ὤψ</i>)·<br /><b class="num">I.</b> [[πρόσωπο]], όψη, [[παρουσιαστικό]], [[κυρίως]] στον πληθ., [[ακόμη]] και για έναν μόνο άνθρωπο, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· βλέπειν τινὰ εἰς [[πρόσωπον]], σε Ευρ.· ἐς πρόσωπόν τινος [[ἀφικέσθαι]], [[έρχομαι]] ενώπιον του, στον ίδ.· κατὰ [[πρόσωπον]], [[μπροστά]], με το [[πρόσωπο]] στραμμένο ενώπιον, αυτοπροσώπως, σε Θουκ. κ.λπ.· ἡ κατὰ [[πρόσωπον]] [[ἔντευξις]], [[πρόσωπο]] με [[πρόσωπο]], «τετ-α-τετ», σε Πλούτ.· επίσης, πρὸς τὸ [[πρόσωπον]], σε Ξεν.· <i>λαμβάνειν πρόσωπόν τινος = προσωποληπτεῖν τινα</i>, σε Καινή Διαθήκη· μεταφ., ἀρχομένου [[πρόσωπον]] ἔργου, σε Πίνδ.<br /><b class="num">II.</b> [[εμφάνιση]] κάποιου, όψη, [[φυσιογνωμία]], Λατ. [[vultus]] instantis tyranni, σε Σοφ.<br /><b class="num">III. 1.</b> = [[προσωπεῖον]], [[προσωπίδα]], [[μάσκα]], σε Δημ., Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> εξωτερική [[εμφάνιση]], [[ομορφιά]], σε Πίνδ.<br /><b class="num">IV.</b>[[πρόσωπο]], [[άνθρωπος]], σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· <i>προσώπῳ</i>, σε προσωπική [[παρουσία]], στο ίδ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πρόσωπον''': τό· πληθ. πρόσωπα, Ἐπικ. [[προσώπατα]] Ὀδ. Σ. 192, Ὀππ., κλπ.· δοτικ. προσώπασι Ἰλ. Η. 212, πρβλ. Λοβέκ. Παραλ. 176· ὀνομαστική τις ἀρσεν. [[πρόσωπος]] μνημονεύεται ἐκ τοῦ Πλάτ. τοῦ Κωμ. ἐν Ἀδήλ. 39, ἴδε Meineke εἰς Κωμ. Ἀποσπ. 1, σ. 173: (ὤψ). Ὡς καὶ νῦν, [[πρόσωπον]], [[ὄψις]] (πρβλ. [[μέτωπον]]), παρ’ Ὁμ. ἀεὶ ἐν τῷ πληθ., ἔτι καὶ ἐπὶ ἑνὸς ἀνθρώπου πλὴν ἐν Ἰλ. Σ. 24· ἀλλ’ ἐν τοῖς ὕμνοις καὶ παρ’ Ἡσιόδῳ ὁ ἑνικὸς ἐπικρατεῖ, ὡς καὶ παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]]· ἡ Ὁμηρικὴ [[χρῆσις]] ἀπαντᾷ ἐν Σοφ. Ἀποσπ. 713, Ξεν. Ἀν. 2. 6, 11, Ἀνθ. Π. 9. 322, ἴδε Κόντου Γραμματ. Παρατηρ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. Ζ΄, σελ. 35 κἑξ.· - φαίνειν [[πρόσωπον]], δεικνύειν τὸ [[πρόσωπον]], Πινδ. Ν. 5. 31· βλέπειν τινὰ εἰς πρ. Εὐρ. Ἱππ. 280· ἐς πρ. τινος ἀφικέσθαι, ἐνώπιον [[αὐτοῦ]], [[αὐτόθι]] 720· πρ. στρέφειν [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 457· -κατὰ πρ., μὲ τὸ [[πρόσωπον]] ἐστραμμένον κατέναντι, Θουκ. 1. 106, Ξεν. Κύρ. 1. 6, 43, κτλ.· τὴν κατὰ πρ. τῆς ἀντίας φάλαγγος τάξιν [[αὐτόθι]] 6. 3, 35· κατὰ πρ. Αἰγύπτου, [[ἔναντι]] Αἰγύπτου, Ἑβδ. (Γέν. ΚΕ΄, 18)· ἀντίθετον τῷ κατὰ νώτου, Πολύβ. 1. 28, 9· κατὰ πρ. ἄγειν, ἀντίθετ. τῷ ἐπὶ ἢ κατὰ [[κέρας]] ὁ αὐτ. 11. 14, 6, κτλ.· ἡ κατὰ πρ. [[ἔντευξις]], [[πρόσωπον]] πρὸς [[πρόσωπον]], tête-à-tête, Πλουτ. Καῖσ. 17· [[ὡσαύτως]], πρὸς τὸ πρ. Ξεν. Κυν. 10, 9· βλέπειν εἰς πρ. τινος Εὐαγγ. κ. Ματθ. κβ΄, 16· οὕτω, λαμβάνειν πρ. τινος, = προσωποληπτεῖν τινα, Λουκ. κ΄, 21, Ἐπιστ. πρ. Γαλ. β΄, 6. - Ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπίνου προσώπου, ἀνθ’ οὗ ἐπὶ ζῴων ἦν ἐν χρήσει ἡ [[λέξις]] [[προτομή]]· ἀλλ’ ὁ Ἡρόδ., 2. 76, ἔχει τὴν λέξιν [[πρόσωπον]] ἐπὶ τῆς ἴβιος, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 29, 6., 9. 47, 2· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ κυνῶν, Ξεν. Κυν. 4, 2· ἐπὶ ἵππων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 47, 2· ἐπὶ ἐλάφων, [[αὐτόθι]] 6. 29, 6: - ἡ [[ὄψις]] τῆς σελήνης, Σοφ. Ἀποσπ. 713· - μεταφορ., ἀρχομένου δ’ ἔργου [[πρόσωπον]] χρὴ [[θέμεν]] τηλαυγές, «παντὸς γὰρ ἔργου, φησίν, ἀρχομένου περίβλεπτον καὶ ἐξαίρετον δεῖ ποιεῖν τὸ τῆς προσόψεως, [[ἤτοι]] τὴν εἰσβολὴν καὶ τὴν ἀρχὴν λαμπρὰν καὶ [[ἐπίσημον]]» (Σχόλ.), Πινδ. Ο. 6. 4, πρβλ. Ι. 2. 13. 2) τὸ [[πρόσθεν]] [[μέρος]] παντὸς πράγματος, κατὰ πρ. τῆς νηὸς Ἀχιλλ. Τάτ. 3. 1, 2· ἐπὶ [[πρόσωπον]] τιθέναι τὰς φιάλας Ἀσκληπιάδης ὁ Μυρλεανὸς παρ’ Ἀθην. 501D. ΙΙ. ἡ [[ὄψις]], ἡ [[μορφή]], ἡ φυσιογνωμία τινός, Λατ. vultus, Αἰσχύλ. Ἀγ. 639, 794, κτλ.· οὐ τὸ σὸν δείσας πρ., πρβλ. τὸ τοῦ Ὀρατίου vultus instantis tyranni, Σοφ. Ο. Τ. 448· [[καθόλου]] [[πρόσωπον]], [[μορφή]], Σιμωνίδ. 44 (50). 12, πρβλ. Dissen εἰς Πινδ. Ν. 5. 16. ΙΙΙ. = [[προσωπεῖον]], [[προσωπίς]], Δημ. 433· 22 (ἔν τισιν Ἀντιγράφοις φέρεται [[προσωπεῖον]]), Ἀριστ. Ποιητ. 5, 2 καὶ 4, Προβλ. 31. 7, 5, Πολυβ. Β΄, 47, πρβλ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 990· πρβλ. πρ. ὑπάργυρον κατὰ χρυσὸν Συλλ. Ἐπιγρ. 139. 7· ὀθόνινον πρ. ([[οὕτως]] ὁ Hoeschel ἀντὶ [[ὀθόνιον]]) Πλάτ. Κωμ. ἐν «Σοφισταῖς» 9· πρ. περίθετον Ἀριστομ. ἐν «Γόησιν» 1. 2) [[πρόσωπον]] δράματος, [[χαρακτήρ]], Λατιν. persona, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 29, 45 καὶ 57, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. [[εὐθυδικία]]. - Περὶ τῶν προσωπείων τῶν ἀρχαίων ἴδε Λεξικ. τῶν Ἀρχαιοτ. ἐν λέξει [[πρόσωπον]] ἢ [[προσωπεῖον]]. 3) ὡς τὸ [[πρόσχημα]] ΙΙ. Λατ. forma, Πινδ. Π. 6. 14, πρβλ. Ι. 2. 13. IV. [[ἄνθρωπος]], Πολύβ. 8. 13, 5., 12. 27, 10, Καιν. Διαθ., κτλ.· ἀδίκως μὴ κρῖνε [[πρόσωπον]] Ψευδο-Φωκυλ. 8· προσώπῳ, οὐ καρδίᾳ, ἐν προσωπικῇ παρουσίᾳ, Α΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. β΄, 17, πρβλ. Β΄πρ. Κορ. ε΄, 12· - περὶ τῆς ἐκκλησιαστ. σημασίας ἴδε Ἰακωψ. Patr. Ap. σ. 6, Suicer ἐν λέξ. 2) [[ὡσαύτως]] παρὰ τοῖς γραμματ., [[πρόσωπον]] ὡς παρεπόμενον ῥημάτων καὶ ἀντωνυμιῶν. V. οἱ ἄρτοι τοῦ προσώπου = οἱ ἄρτοι τῆς προθέσεως Ἑβδομ. (Α΄Βασιλ. ΚΑ΄, 6)· - ἐκ προσώπου τῆς Ρωμαίων Ἐκκλησίας παρὰ τῆς Ἐκκλησίας τῶν Ρωμαίων, ὡς [[ἀντιπρόσωπος]] αὐτῆς, Εὐσ. ΙΙ. 293C. = τῷ Λατ. persona = [[ὑπόστασις]], Ἱππόλ. 821Α, Ἀθαν. ΙΙ. 729Β, Βασίλ. ΙΙΙ, 601Α,C, κλπ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |