πορευτέος: Difference between revisions

m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elnl\n\|elnltext.*}}\n)" to "$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[πορεύω]].
|btext=α, ον :<br /><i>adj. verb. de</i> [[πορεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πορευτέος''': , -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ πορεύεσθαι, ὁδὸς Σοφ. Φιλ. 993· ὄρη Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18. ΙΙ. οὐδ. πορευτέον, δεῖ πορεύεσθαι, Σοφ. Αἴ. 693, Εὐρ. Ἡρακλ. 730, Πλάτ. Πολ. 452C.
|elnltext=πορευτέος -α -ον, adj. verb. van πορεύω, die begaan moet worden:; ἡ δ’ ὁδὸς πορευτέα de reis moet ondernomen worden Soph. Ph. 993; n. πορευτέον er moet gegaan worden.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πορευτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>πορευτέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να διαβεί, σε Σοφ., Ευρ.
|lsmtext='''πορευτέος:''' -α, -ον, ρημ. επίθ.,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που μπορεί να διαπεραστεί, σε Σοφ., Ξεν.<br /><b class="num">II.</b> <i>πορευτέον</i>, αυτό που πρέπει [[κάποιος]] να διαβεί, σε Σοφ., Ευρ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=πορευτέος -α -ον, adj. verb. van πορεύω, die begaan moet worden:; ἡ δ’ ὁδὸς πορευτέα de reis moet ondernomen worden Soph. Ph. 993; n. πορευτέον er moet gegaan worden.
|lstext='''πορευτέος''': , -ον, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δεῖ πορεύεσθαι, ὁδὸς Σοφ. Φιλ. 993· ὄρη Ξεν. Ἀν. 2. 5, 18. ΙΙ. οὐδ. πορευτέον, δεῖ πορεύεσθαι, Σοφ. Αἴ. 693, Εὐρ. Ἡρακλ. 730, Πλάτ. Πολ. 452C.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πορευτέος]], η, ον, verb. adj.]<br /><b class="num">I.</b> to be traversed, Soph., Xen.<br /><b class="num">II.</b> πορευτέον, one must go, Soph., Eur.
|mdlsjtxt=[[πορευτέος]], η, ον, verb. adj.]<br /><b class="num">I.</b> to be traversed, Soph., Xen.<br /><b class="num">II.</b> πορευτέον, one must go, Soph., Eur.
}}
}}