3,252,132
edits
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς") |
m (Text replacement - "εῑ" to "εῖ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κεραμεύς]], -έως) [[κέραμος]]<br />αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για [[κατασκευή]] πήλινων αντικειμένων, [[κεραμουργός]], [[κεραμοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Κεραμεῖς</i> και (<b>αττ. τ.</b>) <i>Κεραμῆς</i><br />[[ονομασία]] δήμου της Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κεραμέως πλοῦτος» ή «κεραμεὺς [[ἄνθρωπος]]» — [[κάθε]] σαθρό και επισφαλές [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κεραμεύς]] | |mltxt=ο (ΑΜ [[κεραμεύς]], -έως) [[κέραμος]]<br />αυτός που κατεργάζεται τον πηλό για [[κατασκευή]] πήλινων αντικειμένων, [[κεραμουργός]], [[κεραμοποιός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Κεραμεῖς</i> και (<b>αττ. τ.</b>) <i>Κεραμῆς</i><br />[[ονομασία]] δήμου της Αττικής («Παυσανίας ὁ ἐκ Κεραμέων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «κεραμέως πλοῦτος» ή «κεραμεὺς [[ἄνθρωπος]]» — [[κάθε]] σαθρό και επισφαλές [[πράγμα]]<br /><b>3.</b> <b>παροιμ.</b> «[[κεραμεύς]] κεραμεῖ κοτέει» — οι ομότεχνοι αλληλομισούνται (<b>Ησίοδ.</b>). | ||
}} | }} |