χρώζω: Difference between revisions

668 bytes added ,  14 October 2022
CSV import
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
(CSV import)
Line 13: Line 13:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[χράω1]<br /><b class="num">I.</b> to [[touch]] the [[surface]] of a [[body]], and [[generally]], to [[touch]], [[γόνατα]] μὴ χρώζειν ἐμά Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[tinge]], [[stain]], χρωσθεὶς ὑπὸ τοῦ ἡλίου Luc.<br /><b class="num">2.</b> to [[defile]], Anth.: metaph. in Pass., κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς [[ἀνδρός]] Eur.
|mdlsjtxt=[χράω1]<br /><b class="num">I.</b> to [[touch]] the [[surface]] of a [[body]], and [[generally]], to [[touch]], [[γόνατα]] μὴ χρώζειν ἐμά Eur.<br /><b class="num">II.</b> to [[tinge]], [[stain]], χρωσθεὶς ὑπὸ τοῦ ἡλίου Luc.<br /><b class="num">2.</b> to [[defile]], Anth.: metaph. in Pass., κεχρώσμεθα κακοῦ πρὸς [[ἀνδρός]] Eur.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=ἀγγίζω, [[χρωματίζω]], [[μολύνω]]). Ἀπό τό οὐσ. [[χρώς]], χρωτός, ὁ (=ἐπιδερμίδα, [[δέρμα]]) πού παράγεται ἀπό τό [[χραύω]] (=ξύνω) καί εἶναι συγγενικό μέ τό [[χροιά]]. Θέμα χρωτ + jω = [[χρώζω]] καί χρώσ+νυ+μι = [[χρώννυμι]]. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: [[χρῶμα]], [[χρωματίζω]] (=βάφω), [[χρωματικός]], [[χρῶσις]], [[ἀπόχρωσις]], [[χρωστήρ]], [[χρωτίζω]], [[χρωματισμός]], [[ἀχρωμάτιστος]].
}}
}}