βελτιόω: Difference between revisions

CSV import
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
(CSV import)
Line 21: Line 21:
{{ls
{{ls
|lstext='''βελτιόω''': βελτιώνω, καλλιτερεύω· ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Φίλωνος· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., Ἀριστ. Φυτ. 1. 7, 3, Πλούτ. 2.85C ([[ἔνθα]] ἴδε Wytt.).
|lstext='''βελτιόω''': βελτιώνω, καλλιτερεύω· ἀναφερόμενον ἐκ τοῦ Φίλωνος· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ παθ., Ἀριστ. Φυτ. 1. 7, 3, Πλούτ. 2.85C ([[ἔνθα]] ἴδε Wytt.).
}}
{{elmes
|esmgtx=[[mejorar]] mediante magia en v. pas. βεβελτιωμένος ὑπὸ κράτους μεγαλοδυνάμου καὶ δεξιᾶς χειρὸς ἀφθάρτου <b class="b3">mejorado por una fuerza poderosísima y una mano derecha inmortal</b> P IV 518
}}
}}