τραπέζιο: Difference between revisions

m
no edit summary
(41)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το / [[τραπέζιον]], ΝΑ [[τράπεζα]]<br /><b>1.</b> (με υποκορ. σημ.) μικρή [[τράπεζα]], [[τραπεζάκι]]<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> επίπεδο [[τετράπλευρο]] που έχει τις δύο πλευρές παράλληλες και άνισες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο γυμναστικής με δύο [[στερεά]] [[σχοινιά]] που αιωρούνται και τα οποία ενώνονται στα ελεύθερα [[άκρα]] τους με μια σκληρή ράβδο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ισοσκελές [[τραπέζιο]]» — [[τραπέζιο]] του οποίου οι μη παράλληλες πλευρές [[είναι]] ίσες<br />β) «ορθογώνιο [[τραπέζιο]]» — [[τραπέζιο]] που έχει τη μία από τις μη παράλληλες πλευρές κάθετη στις βάσεις<br />γ) «[[τραπέζιο]] διαμόρφωσης»<br /><b>(ραδιοτεχν.)</b> [[σχήμα]] που εμφανίζεται στην [[οθόνη]] του παλμογράφου και χρησιμεύει για τον έλεγχο διαμόρφωσης ενός ραδιοφωνικού πομπού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τραπέζι]] του αργυραμοιβού<br /><b>2.</b> [[δείπνο]].
|mltxt=το / [[τραπέζιον]], ΝΑ [[τράπεζα]]<br /><b>1.</b> (με υποκορ. σημ.) μικρή [[τράπεζα]], [[τραπεζάκι]]<br /><b>2.</b> <b>μαθημ.</b> επίπεδο [[τετράπλευρο]] που έχει τις δύο πλευρές παράλληλες και άνισες<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όργανο γυμναστικής με δύο [[στερεά]] [[σχοινιά]] που αιωρούνται και τα οποία ενώνονται στα ελεύθερα [[άκρα]] τους με μια σκληρή ράβδο<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «ισοσκελές [[τραπέζιο]]» — [[τραπέζιο]] του οποίου οι μη παράλληλες πλευρές [[είναι]] ίσες<br />β) «ορθογώνιο [[τραπέζιο]]» — [[τραπέζιο]] που έχει τη μία από τις μη παράλληλες πλευρές κάθετη στις βάσεις<br />γ) «[[τραπέζιο]] διαμόρφωσης»<br /><b>(ραδιοτεχν.)</b> [[σχήμα]] που εμφανίζεται στην [[οθόνη]] του παλμογράφου και χρησιμεύει για τον έλεγχο διαμόρφωσης ενός ραδιοφωνικού πομπού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> το [[τραπέζι]] του αργυραμοιβού<br /><b>2.</b> [[δείπνο]].
}}
{{trml
|trtx=Arabic: شِبْهُ مُنْحَرِفٍ‎; Armenian: սեղան; Bengali: ট্রাপিজিয়াম; Bulgarian: трапец; Catalan: trapezi; Chinese Mandarin: 梯形; Czech: lichoběžník; Danish: trapez; Dutch: [[trapezium]]; Esperanto: trapezo; Finnish: puolisuunnikas; French: [[trapèze]]; Galician: trapecio, trapezoide; German: [[Paralleltrapez]], [[Trapez]]; Greek: [[τραπέζιο]]; Ancient Greek: [[τραπέζιον]]; Hebrew: טְרָפֶּז‎; Hungarian: trapéz; Ido: trapezo; Italian: [[trapezio]]; Japanese: 台形, 梯形; Korean: 사다리꼴; Latin: [[trapezoides]], [[trapezion]], [[mensula]]; Latvian: trapece; Lithuanian: trapecija; Macedonian: трапез; Maori: taparara; Navajo: heetsʼóozgo dikʼą́; Persian: زنخدار‎, ذوزنقه‎; Polish: trapez inan; Portuguese: [[trapézio]]; Russian: [[трапеция]]; Spanish: [[trapecio]]; Tagalog: tagigapay; Thai: สี่เหลี่ยมคางหมู; Turkish: yamuk; Vietnamese: hình thang
}}
}}