ανίκητος: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνίκητος]] και αρχ. δωρ. τ. ἀνίκατος, -ον)<br />[[αήττητος]], [[ακατάβλητος]], αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀνίκητον</i><br />το [[άνηθο]].
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀνίκητος]] και αρχ. δωρ. τ. [[ἀνίκατος]], -ον)<br />[[αήττητος]], [[ακατάβλητος]], αυτός που δεν νικήθηκε ή δεν μπορεί να νικηθεί<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἀνίκητον</i><br />το [[άνηθο]].
}}
}}
{{trml
{{trml