3,276,932
edits
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (pape replacement) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (AM [[κράτημα]], Μ και κράτημαν) [[κρατώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[κρατώ]], το [[βάσταγμα]], το [[πιάσιμο]] (α. «μέ κούρασε τόσες ώρες το [[κράτημα]] τών βιβλίων» β. «οἱ δὲ περὶ τὸ [[κράτημα]] τῆς χειρός», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> αυτό από το οποίο κρατάει [[κάποιος]] [[κάτι]], [[λαβή]], [[χερούλι]] («πιάσε το [[μπαούλο]] από το [[κράτημα]] για να το μεταφέρουμε»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του [[κάθε]] αυτοκινήτου να κρατά σταθερούς τους τροχούς του στο [[έδαφος]], ειδικά όταν κινείται με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] στις στροφές, η [[πρόσφυση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κράτημα]] τών τιμών» — η [[συγκράτηση]] τών τιμών, η [[διατήρηση]] τών τιμών σε σταθερό ύψος<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συγκράτηση]]<br /><b>2.</b> ένα από τα 40 άφωνα σημάδια του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κρατήματα</i><br />εκκλησιαστικά [[μέλη]] της παπαδικής τα οποία χρησιμοποιούν συλλαβές [[χωρίς]] [[γραμματική]] [[σημασία]], όπως τερεμέμ, νενενά, [[πιθανώς]] [[κατά]] [[μίμηση]] μουσικών οργάνων, και τα οποία παρατείνουν τις [[κυρίως]] συνθέσεις όταν υπάρχει [[λειτουργικός]] [[λόγος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παρακράτηση]]<br /><b>2.</b> [[δέσμευση]], [[υποχρέωση]]<br /><b>3.</b> [[ιδιοκτησία]], [[κτήμα]]<br /><b>4.</b> αυτό που αποκτάται από [[νίκη]], το [[κέρδος]], το [[απόκτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[συγκράτηση]] ενός μέλους του σώματος με επίδεσμο ή με [[άλλο]] [[μέσο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτό που κρατείται, δηλ. που δεν δηλώνεται, που αποκρύπτεται στον λόγο, στη φραστική [[διατύπωση]], [[επομένως]] το [[πανούργημα]], το [[σόφισμα]] που υπάρχει στον λόγο<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> (για λέξεις) το παράγωγο. | |mltxt=το (AM [[κράτημα]], Μ και κράτημαν) [[κρατώ]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[κρατώ]], το [[βάσταγμα]], το [[πιάσιμο]] (α. «μέ κούρασε τόσες ώρες το [[κράτημα]] τών βιβλίων» β. «οἱ δὲ περὶ τὸ [[κράτημα]] τῆς χειρός», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> αυτό από το οποίο κρατάει [[κάποιος]] [[κάτι]], [[λαβή]], [[χερούλι]] («πιάσε το [[μπαούλο]] από το [[κράτημα]] για να το μεταφέρουμε»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η [[ιδιότητα]] του [[κάθε]] αυτοκινήτου να κρατά σταθερούς τους τροχούς του στο [[έδαφος]], ειδικά όταν κινείται με [[μεγάλη]] [[ταχύτητα]] στις στροφές, η [[πρόσφυση]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[κράτημα]] τών τιμών» — η [[συγκράτηση]] τών τιμών, η [[διατήρηση]] τών τιμών σε σταθερό ύψος<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[συγκράτηση]]<br /><b>2.</b> ένα από τα 40 άφωνα σημάδια του αρχαίου στενογραφικού συστήματος της βυζαντινής παρασημαντικής<br /><b>3.</b> <b>στον πληθ.</b> <i>τα κρατήματα</i><br />εκκλησιαστικά [[μέλη]] της παπαδικής τα οποία χρησιμοποιούν συλλαβές [[χωρίς]] [[γραμματική]] [[σημασία]], όπως τερεμέμ, νενενά, [[πιθανώς]] [[κατά]] [[μίμηση]] μουσικών οργάνων, και τα οποία παρατείνουν τις [[κυρίως]] συνθέσεις όταν υπάρχει [[λειτουργικός]] [[λόγος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[παρακράτηση]]<br /><b>2.</b> [[δέσμευση]], [[υποχρέωση]]<br /><b>3.</b> [[ιδιοκτησία]], [[κτήμα]]<br /><b>4.</b> αυτό που αποκτάται από [[νίκη]], το [[κέρδος]], το [[απόκτημα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[συγκράτηση]] ενός μέλους του σώματος με επίδεσμο ή με [[άλλο]] [[μέσο]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> αυτό που κρατείται, δηλ. που δεν δηλώνεται, που αποκρύπτεται στον λόγο, στη φραστική [[διατύπωση]], [[επομένως]] το [[πανούργημα]], το [[σόφισμα]] που υπάρχει στον λόγο<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> (για λέξεις) το παράγωγο. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=τό, <i>das [[Festhalten]], die [[Stütze]]</i>, Sp. | |||
}} | }} |