κείρω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $4")
Line 56: Line 56:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[κουρεύω]]). Ἀπό ρίζα κερ + [[πρόσφυμα]] j → κερ-j-ω → κέρρω → κέρω → μέ ἀντέκταση [[κείρω]]. Ἀρχικά [[ὅμως]] ἦταν κερσ = κορσ = κορρ = κουρ καί μέ μετάπτωση καρ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κέρμα]] (=[[κομμάτι]]), [[κατακερματίζω]] (=κόβω σέ μικρά κομμάτια), [[κορμός]], [[ἴσως]] τό [[καιρός]], [[ἀκαρής]] (=[[πολύ]] μικρά μαλλιά πού δέν μποροῦν νά κοποῦν), [[ἀκαριαῖος]] (=[[στιγμιαῖος]]), ἀκαριαίως, [[καρτός]], [[ἄκαρτος]] (=[[ἀκούρευτος]]), [[κουρά]] (=[[κούρεμα]]), [[κουρεῖον]], [[κουρεύς]], [[κούρευμα]], [[κουρεύω]], [[κόρση]] (=[[κρόταφος]]), [[κοῦρος]] (=[[ἔφηβος]]), [[κόρη]] ἤ [[κούρη]] (=[[παρθένα]]), [[κούρητες]] (=νέοι, πολεμιστές), [[κουρίδιος]] (=[[νόμιμος]] [[σύζυγος]]), [[κούριμος]], [[κουρίς]] (=[[ξυράφι]]), [[κουροτρόφος]]. Ἴσως καί τό [[κειρία]] (=[[σχοινί]]), [[ἀκραιφνής]] (=[[ἀμιγής]]) < [[ἀκεραιοφανής]] < [[ἀκέραιος]] + φαίνομαι. Τό [[ἀκέραιος]] ἀπό τό α στερητ. + [[κείρω]]. Κατ' ἄλλους ἀπό τό α στερητ. + [[κεράννυμι]] ἤ α στερητ. + [[κέρας]].
|mantxt=(=[[κουρεύω]]). Ἀπό ρίζα κερ + [[πρόσφυμα]] j → κερ-j-ω → κέρρω → κέρω → μέ ἀντέκταση [[κείρω]]. Ἀρχικά [[ὅμως]] ἦταν κερσ = κορσ = κορρ = κουρ καί μέ μετάπτωση καρ.<br><b>Παράγωγα:</b> [[κέρμα]] (=[[κομμάτι]]), [[κατακερματίζω]] (=κόβω σέ μικρά κομμάτια), [[κορμός]], [[ἴσως]] τό [[καιρός]], [[ἀκαρής]] (=[[πολύ]] μικρά μαλλιά πού δέν μποροῦν νά κοποῦν), [[ἀκαριαῖος]] (=[[στιγμιαῖος]]), ἀκαριαίως, [[καρτός]], [[ἄκαρτος]] (=[[ἀκούρευτος]]), [[κουρά]] (=[[κούρεμα]]), [[κουρεῖον]], [[κουρεύς]], [[κούρευμα]], [[κουρεύω]], [[κόρση]] (=[[κρόταφος]]), [[κοῦρος]] (=[[ἔφηβος]]), [[κόρη]] ἤ [[κούρη]] (=[[παρθένα]]), [[κούρητες]] (=[[νέοι]], [[πολεμιστές]]), [[κουρίδιος]] (=[[νόμιμος]] [[σύζυγος]]), [[κούριμος]], [[κουρίς]] (=[[ξυράφι]]), [[κουροτρόφος]]. Ἴσως καί τό [[κειρία]] (=[[σχοινί]]), [[ἀκραιφνής]] (=[[ἀμιγής]]) < [[ἀκεραιοφανής]] < [[ἀκέραιος]] + φαίνομαι. Τό [[ἀκέραιος]] ἀπό τό α στερητ. + [[κείρω]]. Κατ' ἄλλους ἀπό τό α στερητ. + [[κεράννυμι]] ἤ α στερητ. + [[κέρας]].
}}
}}