ἐπηρεάζω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1$2, $3$4"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒœ ]+);" to "$1 ;")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $4")
Line 41: Line 41:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[βρίζω]], [[ἐνοχλῶ]] κάποιον). Παρασύνθετο ἀπό τό οὐσιαστικό: ἡ [[ἐπήρεια]] ([[ἐπί]] + [[ἀρειή]] = [[κατάρα]], [[ἀπειλή]]). Ἐπηρεάδ-j-ω → [[ἐπηρεάζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐπηρεασμός]] (=κακομεταχείριση, ἐπίδραση), [[ἐπηρεαστής]], [[ἐπηρεαστικός]], ἐπηρεαστικῶς, [[ἐπηρέαστος]], [[ἀνεπηρέαστος]].
|mantxt=(=[[βρίζω]], [[ἐνοχλῶ]] κάποιον). Παρασύνθετο ἀπό τό οὐσιαστικό: ἡ [[ἐπήρεια]] ([[ἐπί]] + [[ἀρειή]] = [[κατάρα]], [[ἀπειλή]]). Ἐπηρεάδ-j-ω → [[ἐπηρεάζω]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[ἐπηρεασμός]] (=[[κακομεταχείριση]], [[ἐπίδραση]]), [[ἐπηρεαστής]], [[ἐπηρεαστικός]], ἐπηρεαστικῶς, [[ἐπηρέαστος]], [[ἀνεπηρέαστος]].
}}
}}