Anonymous

κακοδαίμων: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+), (\w+)(\))" to "$1, $3$4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (AM [[κακοδαίμων]], κακόδαιμον)<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[δυστυχής]] || (μσν.-αρχ.) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κακοδαίμων]]<br />πονηρό [[πνεύμα]], [[κακός]] [[δαίμονας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατέχεται από [[κακό]] δαίμονα, από πονηρό [[πνεύμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοδαιμόνως</i> (Α)<br />με κακοδαίμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]].
|mltxt=-ον (AM [[κακοδαίμων]], [[κακόδαιμον]])<br />αυτός που έχει κακή [[τύχη]], [[δυστυχής]] || (μσν.-αρχ.) <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[κακοδαίμων]]<br />πονηρό [[πνεύμα]], [[κακός]] [[δαίμονας]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που κατέχεται από [[κακό]] δαίμονα, από πονηρό [[πνεύμα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακοδαιμόνως</i> (Α)<br />με κακοδαίμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm