ληίζομαι: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $2$3"
(CSV import)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\]\],) ([\p{Greek}]+)(\))" to "$1 $3")
Line 12: Line 12:
}}
}}
{{mantoulidis
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[λεηλατῶ]], ληστεύω), καί [[λῄζομαι]]. Ἀπό ρίζα λαϝ-, ἀπό ὅπου καί ἡ λέξη [[λεία]] -[[ληίς]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[λῃστής]], [[λῃστεία]], [[λῃστεύω]], [[λῃστήρ]], [[λῃστήριον]], [[λῃστικός]] καί [[λῃστρικός]], [[λῃστρικῶς]], [[λῃστρίς]] -ίδος (=πειρατικό πλοῖο).
|mantxt=(=[[λεηλατῶ]], [[ληστεύω]]), καί [[λῄζομαι]]. Ἀπό ρίζα λαϝ-, ἀπό ὅπου καί ἡ λέξη [[λεία]] -[[ληίς]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[λῃστής]], [[λῃστεία]], [[λῃστεύω]], [[λῃστήρ]], [[λῃστήριον]], [[λῃστικός]] καί [[λῃστρικός]], [[λῃστρικῶς]], [[λῃστρίς]] -ίδος (=πειρατικό πλοῖο).
}}
}}