ὑδρόρροια: Difference between revisions
From LSJ
ἐν ἐμοὶ αὐτῇ στήθεσι πάλλεται ἦτορ ἀνὰ στόμα → my heart beats up to my throat
m (pape replacement) |
m (Text replacement - "(?s)({{elru\n\|elrutext.*}}\n)({{.*}}\n)({{pape.*}})" to "$3 $1$2") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=u(dro/rroia | |Beta Code=u(dro/rroia | ||
|Definition=ἡ, = [[ὑδρορρόα]] ([[watercourse]], [[water-course]], [[conduit]], [[canal]], [[sluice]], [[gutter]], [[spout]], [[hidden rock in the sea]]) I, Plb. 4.57.8. | |Definition=ἡ, = [[ὑδρορρόα]] ([[watercourse]], [[water-course]], [[conduit]], [[canal]], [[sluice]], [[gutter]], [[spout]], [[hidden rock in the sea]]) I, Plb. 4.57.8. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ἡ, = [[ὑδρορρόα]]; Lobeck <i>Phryn</i>. p. 492; Pol. 4.57.8. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η / [[ὑδρόρροια]], ΝΜΑ [[υδρορόος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> άφθονη [[εκροή]] υδαρούς υγρού από μια [[κοιλότητα]] του σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη [[μύτη]] ή από το [[αφτί]] σε κατάγματα του πρόσθιου ή του μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού ή έκκρισης φθαρτού [[κατά]] την [[εγκυμοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οχετός]], [[αυλάκι]] νερού. | |mltxt=η / [[ὑδρόρροια]], ΝΜΑ [[υδρορόος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ιατρ.</b> άφθονη [[εκροή]] υδαρούς υγρού από μια [[κοιλότητα]] του σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη [[μύτη]] ή από το [[αφτί]] σε κατάγματα του πρόσθιου ή του μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού ή έκκρισης φθαρτού [[κατά]] την [[εγκυμοσύνη]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[οχετός]], [[αυλάκι]] νερού. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 30 November 2022
English (LSJ)
ἡ, = ὑδρορρόα (watercourse, water-course, conduit, canal, sluice, gutter, spout, hidden rock in the sea) I, Plb. 4.57.8.
German (Pape)
ἡ, = ὑδρορρόα; Lobeck Phryn. p. 492; Pol. 4.57.8.
Russian (Dvoretsky)
ὑδρόρροια: ἡ Polyb. = ὑδρορρόα 1.
Greek (Liddell-Scott)
ὑδρόρροια: ἡ, = τῷ προηγ., Πολύβ. 4. 57, 8· ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 497.
Greek Monolingual
η / ὑδρόρροια, ΝΜΑ υδρορόος
νεοελλ.
ιατρ. άφθονη εκροή υδαρούς υγρού από μια κοιλότητα του σώματος, όπως λ.χ. εγκεφαλονωτιαίου υγρού από τη μύτη ή από το αφτί σε κατάγματα του πρόσθιου ή του μέσου κρανιακού βόθρου, αντίστοιχα, ή αμνιακού υγρού ή έκκρισης φθαρτού κατά την εγκυμοσύνη
αρχ.
οχετός, αυλάκι νερού.