προσάγω: Difference between revisions

m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 44: Line 44:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. βʹ <i>προσήγᾰγον</i>, [[σπανίως]] αόρ. αʹ <i>προσῆξα</i>, Μέσ. μέλ. (με Παθ. [[σημασία]]), <i>προσάξομαι</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[φέρνω]] σε ή πάνω σε, τίς [[δαίμων]] [[τόδε]] [[πῆμα]] προσήγαγε, σε Ομήρ. Οδ.· θυσίας [[προσάγω]] τινί, σε Ηρόδ.· [[προσάγω]] πάντα, [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] σε, προσθέτω, [[ἅμα]] ἠγόρευε καὶ [[ἔργον]] προσῆγε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[θέτω]] σε, [[φέρνω]] σε, [[κινώ]] προς, [[εφαρμόζω]], όπως το Λατ. applicare, τὴν [[ἄνω]] γνάθον [[προσάγω]] τῇ [[κάτω]], στον ίδ.· ὀφθαλμὸν [[προσάγω]] κεγχρώμασι, [[φέρνω]] κοντά, εφάπτω το [[μάτι]] ακριβώς στις οπές, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για τροφές, [[θέτω]] ενώπιον, [[παραθέτω]], <i>βρώματά τινι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> μεταφ., [[προσάγω]] ὅρκον τινί, [[θέτω]] όρκο σ' αυτόν, τον [[βάζω]] να ορκιστεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[οδηγώ]] [[εναντίον]] κάποιου, άγω σε [[επίθεση]], κινούμαι προς, <i>τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν</i>, σε Θουκ.· στρατιὰν [[προσάγω]] πρὸς πολεμίους, [[προσάγω]] μηχανὰς πόλει, στον ίδ.<br /><b class="num">7.</b> μεταφ., [[τὰς]] ἀνάγκας, στον ίδ.· [[προσάγω]] τόλμαν, επιδίδομαι ή [[καταβάλλω]] [[τόλμη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">8.</b> [[προσάγω]] [[φόρον]], [[αποδίδω]] [[φόρο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">9.</b> [[οδηγώ]] σε ή ενώπιον, <i>τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους</i>, σε Ξεν.· [[εισάγω]], [[παρουσιάζω]], <i>τινὰ πρὸς τὸν δῆμον</i>, <i>πρὸς τὴν βουλήν</i>, σε Θουκ.· [[προσάγω]] τοὺς πρέσβεις, σε Δημ.·<br /><b class="num">10.</b> [[φέρνω]] πλησιέστερα, [[οδηγώ]], [[ἐλπίς]] μ' ἀεὶ προσῆγε, σε Ευρ. — Παθ., <i>οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ προσάγεσθαι</i>, σε Θουκ., Ομήρ. Ιλ. — Παθ., προσκολλώμαι σε [[κάτι]], <i>τινι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> φαινομενικά μτβ. (ενν. <i>ἑαυτόν</i>, <i>στρατόν</i> κ.λπ.), [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], [[ιδίως]] με εχθρική [[σημασία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. <i>ναῦν</i>), [[φέρνω]] σε, [[έρχομαι]] στην [[ξηρά]], σε Πολύβ. <b>Β. I. 1.</b> Μέσ., ελκύω ή [[φέρνω]] προς το [[μέρος]] μου, [[προσεγγίζω]] την [[πλευρά]] κάποιου, Λατ. [[sibi]] conciliare, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· πάντων [[προσάγω]] ὄμματα, [[τραβώ]] όλα τα βλέμματα [[επάνω]] μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[έλκω]] προς εμένα, [[εναγκαλίζομαι]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[προσελκύω]] κάποιον να κάνει κάποιο [[πράγμα]], ἡ Σφὶγξ σκοπεῖν [[ἡμᾶς]] προσήγετο, σε Σοφ.· προσάξομαι δάμαρτ' [[ἐᾶν]], θα τὴν προτρέψω να τα υποστεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] μαζί μου, [[προμηθεύομαι]], [[ὀστᾶ]], στον ίδ.· τὰ [[ναυάγια]], σε Θουκ.· [[προμηθεύω]], [[εισάγω]], σε Ξεν.· <i>τὰ προσαχθέντα</i>, εισαγωγές, στον ίδ.
|lsmtext='''προσάγω:''' μέλ. <i>-ξω</i>, αόρ. βʹ <i>προσήγᾰγον</i>, [[σπανίως]] αόρ. αʹ <i>προσῆξα</i>, Μέσ. μέλ. (με Παθ. [[σημασία]]), <i>προσάξομαι</i>·<br /><b class="num">Α. I. 1.</b> [[φέρνω]] σε ή πάνω σε, τίς [[δαίμων]] [[τόδε]] [[πῆμα]] προσήγαγε, σε Ομήρ. Οδ.· θυσίας [[προσάγω]] τινί, σε Ηρόδ.· [[προσάγω]] πάντα, [[παρέχω]], [[προμηθεύω]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[τοποθετώ]] σε, προσθέτω, [[ἅμα]] ἠγόρευε καὶ [[ἔργον]] προσῆγε, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">3.</b> [[θέτω]] σε, [[φέρνω]] σε, [[κινώ]] προς, [[εφαρμόζω]], όπως το Λατ. applicare, τὴν [[ἄνω]] γνάθον [[προσάγω]] τῇ [[κάτω]], στον ίδ.· ὀφθαλμὸν [[προσάγω]] κεγχρώμασι, [[φέρνω]] κοντά, εφάπτω το [[μάτι]] ακριβώς στις οπές, σε Ευρ.<br /><b class="num">4.</b> λέγεται για τροφές, [[θέτω]] ενώπιον, [[παραθέτω]], <i>βρώματά τινι</i>, σε Ξεν.<br /><b class="num">5.</b> μεταφ., [[προσάγω]] ὅρκον τινί, [[θέτω]] όρκο σ' αυτόν, τον [[βάζω]] να ορκιστεί, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">6.</b> με στρατιωτική [[σημασία]], [[οδηγώ]] [[εναντίον]] κάποιου, άγω σε [[επίθεση]], κινούμαι προς, <i>τῇ Ποτειδαίᾳ τὸν στρατόν</i>, σε Θουκ.· στρατιὰν [[προσάγω]] πρὸς πολεμίους, [[προσάγω]] μηχανὰς πόλει, στον ίδ.<br /><b class="num">7.</b> μεταφ., τὰς ἀνάγκας, στον ίδ.· [[προσάγω]] τόλμαν, επιδίδομαι ή [[καταβάλλω]] [[τόλμη]], σε Ευρ.<br /><b class="num">8.</b> [[προσάγω]] [[φόρον]], [[αποδίδω]] [[φόρο]], σε Θουκ.<br /><b class="num">9.</b> [[οδηγώ]] σε ή ενώπιον, <i>τῷ Κύρῳ τοὺς αἰχμαλώτους</i>, σε Ξεν.· [[εισάγω]], [[παρουσιάζω]], <i>τινὰ πρὸς τὸν δῆμον</i>, <i>πρὸς τὴν βουλήν</i>, σε Θουκ.· [[προσάγω]] τοὺς πρέσβεις, σε Δημ.·<br /><b class="num">10.</b> [[φέρνω]] πλησιέστερα, [[οδηγώ]], [[ἐλπίς]] μ' ἀεὶ προσῆγε, σε Ευρ. — Παθ., <i>οἴκτῳ καὶ ἐπιεικείᾳ προσάγεσθαι</i>, σε Θουκ., Ομήρ. Ιλ. — Παθ., προσκολλώμαι σε [[κάτι]], <i>τινι</i>, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> φαινομενικά μτβ. (ενν. <i>ἑαυτόν</i>, <i>στρατόν</i> κ.λπ.), [[πλησιάζω]], [[προσεγγίζω]], [[ιδίως]] με εχθρική [[σημασία]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> (ενν. <i>ναῦν</i>), [[φέρνω]] σε, [[έρχομαι]] στην [[ξηρά]], σε Πολύβ. <b>Β. I. 1.</b> Μέσ., ελκύω ή [[φέρνω]] προς το [[μέρος]] μου, [[προσεγγίζω]] την [[πλευρά]] κάποιου, Λατ. [[sibi]] conciliare, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· πάντων [[προσάγω]] ὄμματα, [[τραβώ]] όλα τα βλέμματα [[επάνω]] μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., [[έλκω]] προς εμένα, [[εναγκαλίζομαι]], σε Ευρ., Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> με απαρ., [[προσελκύω]] κάποιον να κάνει κάποιο [[πράγμα]], ἡ Σφὶγξ σκοπεῖν [[ἡμᾶς]] προσήγετο, σε Σοφ.· προσάξομαι δάμαρτ' [[ἐᾶν]], θα τὴν προτρέψω να τα υποστεί, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[παίρνω]] [[κάτι]] μαζί μου, [[προμηθεύομαι]], [[ὀστᾶ]], στον ίδ.· τὰ [[ναυάγια]], σε Θουκ.· [[προμηθεύω]], [[εισάγω]], σε Ξεν.· <i>τὰ προσαχθέντα</i>, εισαγωγές, στον ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj