ἀναπετάννυμι: Difference between revisions

m
Text replacement - "τὰς" to "τὰς"
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1")
m (Text replacement - "τὰς" to "τὰς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ἀναπετάσω, <i>att.</i> [[ἀναπετῶ]] ; <i>ao.</i> ἀνεπέτασα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> déployer largement : βόστρυχον EUR laisser se répandre les boucles de la chevelure sur les épaules ; λαμπτῆρος [[φάος]] EUR déployer la lumière de la lampe, <i>càd</i> allumer la lampe;<br /><b>2</b> ouvrir ; [[τὰς]] πύλας les portes ; θύραι ἀναπεπταμέναι IL portes ouvertes ; ἀναπεπταμένα ὄμματα XÉN yeux hardis, impudents ; [[ἐν]] πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ HDT sur la mer libre, en pleine mer ; [[οἰκία]] πρὸς μεσημβρίαν ἀναπεπταμένη XÉN maison exposée au midi ; [[δίαιτα]] ἀναπεπταμένη PLUT vie en plein air.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πετάννυμι]].
|btext=<i>f.</i> ἀναπετάσω, <i>att.</i> [[ἀναπετῶ]] ; <i>ao.</i> ἀνεπέτασα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> déployer largement : βόστρυχον EUR laisser se répandre les boucles de la chevelure sur les épaules ; λαμπτῆρος [[φάος]] EUR déployer la lumière de la lampe, <i>càd</i> allumer la lampe;<br /><b>2</b> ouvrir ; τὰς πύλας les portes ; θύραι ἀναπεπταμέναι IL portes ouvertes ; ἀναπεπταμένα ὄμματα XÉN yeux hardis, impudents ; [[ἐν]] πελάγεϊ ἀναπεπταμένῳ HDT sur la mer libre, en pleine mer ; [[οἰκία]] πρὸς μεσημβρίαν ἀναπεπταμένη XÉN maison exposée au midi ; [[δίαιτα]] ἀναπεπταμένη PLUT vie en plein air.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνά]], [[πετάννυμι]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναπετάννῡμι:''' ή -ύω, [[έπειτα]] ἀνα-[[πετάω]], μέλ. -πετάσω [ᾰ], Αττ. <i>-πετῶ</i>· ποιητ. ἀμπ-· πρβλ. [[ἀναπίτνημι]]· [[αναπτύσσω]], [[ανοίγω]], [[απλώνω]] πανιά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν. [[βόστρυχον]], [[αφήνω]] τα μαλλιά να πέφτουν χαλαρά, σε Ευρ.· <i>φάοςἀμπετάσας</i>, έχοντας διαχύσει φως [[τριγύρω]], στον ίδ.· ἀν. [[τὰς]] πύλας, [[ανοίγω]] διάπλατα τις πόρτες, σε Ηρόδ. — Παθ., [[ἀναπεπταμένος]], [[ανοικτός]], [[διάπλατος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἀλώπηξ]] ἀναπιτναμένη, [[αλεπού]] ξαπλωμένη [[ανάσκελα]], σε Πίνδ.· η μτχ. Παθ. παρακ. [[ἀναπεπταμένος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, είναι [[συχνά]] απλό επίθ., [[ανοιχτός]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τα μάτια, σε Ξεν.· [[δίαιτα]] ἀν., [[ζωή]] στο ύπαιρθο, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀναπετάννῡμι:''' ή -ύω, [[έπειτα]] ἀνα-[[πετάω]], μέλ. -πετάσω [ᾰ], Αττ. <i>-πετῶ</i>· ποιητ. ἀμπ-· πρβλ. [[ἀναπίτνημι]]· [[αναπτύσσω]], [[ανοίγω]], [[απλώνω]] πανιά, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀν. [[βόστρυχον]], [[αφήνω]] τα μαλλιά να πέφτουν χαλαρά, σε Ευρ.· <i>φάοςἀμπετάσας</i>, έχοντας διαχύσει φως [[τριγύρω]], στον ίδ.· ἀν. τὰς πύλας, [[ανοίγω]] διάπλατα τις πόρτες, σε Ηρόδ. — Παθ., [[ἀναπεπταμένος]], [[ανοικτός]], [[διάπλατος]], σε Ομήρ. Ιλ.· [[ἀλώπηξ]] ἀναπιτναμένη, [[αλεπού]] ξαπλωμένη [[ανάσκελα]], σε Πίνδ.· η μτχ. Παθ. παρακ. [[ἀναπεπταμένος]], <i>-η</i>, <i>-ον</i>, είναι [[συχνά]] απλό επίθ., [[ανοιχτός]], λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Ηρόδ.· λέγεται για τα μάτια, σε Ξεν.· [[δίαιτα]] ἀν., [[ζωή]] στο ύπαιρθο, σε Πλούτ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[spread]] out, [[unfold]], [[unfurl]] sails, Il.; ἀν. [[βόστρυχον]] to let the [[hair]] [[flow]] [[loose]], Eur.; [[φάος]] [[ἀμπετάσας]] having [[shed]] [[light]] [[abroad]], Eur.; ἀν. τὰς πύλας to [[throw]] [[wide]] the gates, Hdt.:— Pass., [[ἀναπεπταμένος]] thrown [[open]], Il.; [[ἀλώπηξ]] ἀναπιτναμένη a fox [[lying]] on its [[back]], Pind.:—the [[part]]. perf. [[pass]]. [[ἀναπεπταμένος]], η, ον, is often a [[mere]] adj. [[open]], of the sea, Hdt.; of eyes, Xen.; [[δίαιτα]] ἀν. [[life]] in the [[open]] air, Plut.
|mdlsjtxt=<br />to [[spread]] out, [[unfold]], [[unfurl]] sails, Il.; ἀν. [[βόστρυχον]] to let the [[hair]] [[flow]] [[loose]], Eur.; [[φάος]] [[ἀμπετάσας]] having [[shed]] [[light]] [[abroad]], Eur.; ἀν. τὰς πύλας to [[throw]] [[wide]] the gates, Hdt.:— Pass., [[ἀναπεπταμένος]] thrown [[open]], Il.; [[ἀλώπηξ]] ἀναπιτναμένη a fox [[lying]] on its [[back]], Pind.:—the [[part]]. perf. [[pass]]. [[ἀναπεπταμένος]], η, ον, is often a [[mere]] adj. [[open]], of the sea, Hdt.; of eyes, Xen.; [[δίαιτα]] ἀν. [[life]] in the [[open]] air, Plut.
}}
}}