ὄφελος: Difference between revisions

m
Text replacement - "τῶν" to "τῶν"
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\(=)(\w+)(\))" to "$1$2$3")
m (Text replacement - "τῶν" to "τῶν")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom. et acc.</i><br />utilité, avantage, profit : λέγεις δ’ Ἀτρείδαις [[ὄφελος]] ἢ ’π’ ἐμοὶ [[τάδε]] ; SOPH dis-tu cela dans l'intérêt des Atrides <i>ou</i> dans le mien ? ; [[αἵ]] κ’ ὄφελός [[τι]] γενώμεθα IL peut-être serons-nous de qqe secours ; οὐδὲν [[σοί]] γ’ [[ὄφελος]] IL cela ne te servira à rien ; [[τῶν]] ὄφελός ἐστι [[οὐδέν]] HDT cela n’est bon à rien ; bien, trésor, sujet de joie <i>ou</i> d'orgueil.<br />'''Étymologie:''' DELG ?
|btext=(τό) :<br /><i>seul. nom. et acc.</i><br />utilité, avantage, profit : λέγεις δ’ Ἀτρείδαις [[ὄφελος]] ἢ ’π’ ἐμοὶ [[τάδε]] ; SOPH dis-tu cela dans l'intérêt des Atrides <i>ou</i> dans le mien ? ; [[αἵ]] κ’ ὄφελός [[τι]] γενώμεθα IL peut-être serons-nous de qqe secours ; οὐδὲν [[σοί]] γ’ [[ὄφελος]] IL cela ne te servira à rien ; τῶν ὄφελός ἐστι [[οὐδέν]] HDT cela n’est bon à rien ; bien, trésor, sujet de joie <i>ou</i> d'orgueil.<br />'''Étymologie:''' DELG ?
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὄφελος:''' τό ([[ὀφέλλω]] Β), μόνο στην ονομ., [[προαγωγή]], [[πρόοδος]], [[αρωγή]], [[βοήθεια]]· [[συχνά]] (όπως το [[opus]]) ως άκλιτο επίθ., <i>αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα</i>, εάν μπορούμε να έχουμε κάποια [[χρησιμότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.· τί δῆτ' ἂν [[εἴης]] ὄφελλες [[ἡμῖν]]; τι καλό θα μπορούσες να μας κάνεις; σε Αριστοφ.· με απαρ., τί [[ὄφελος]] σώματι κάμνοντι [[σιτία]] διδόναι; σε Πλάτ.· με γεν., [[τῶν]] ὄφελός ἐστι [[οὐδέν]], από τους οποίους δεν υπάρχει κανένα [[κέρδος]], σε Ηρόδ.· [[ὄφελος]] οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ, σε Ξεν.· [[αλλά]], [[ὅ τι]] περ [[ὄφελος]] στρατεύματος, [[τμήμα]] στρατεύματος που είναι σε [[θέση]] να προσφέρει υπηρεσίες, αξιόμαχο, στον ίδ.
|lsmtext='''ὄφελος:''' τό ([[ὀφέλλω]] Β), μόνο στην ονομ., [[προαγωγή]], [[πρόοδος]], [[αρωγή]], [[βοήθεια]]· [[συχνά]] (όπως το [[opus]]) ως άκλιτο επίθ., <i>αἴ κ' ὄφελός τι γενώμεθα</i>, εάν μπορούμε να έχουμε κάποια [[χρησιμότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.· τί δῆτ' ἂν [[εἴης]] ὄφελλες [[ἡμῖν]]; τι καλό θα μπορούσες να μας κάνεις; σε Αριστοφ.· με απαρ., τί [[ὄφελος]] σώματι κάμνοντι [[σιτία]] διδόναι; σε Πλάτ.· με γεν., τῶν ὄφελός ἐστι [[οὐδέν]], από τους οποίους δεν υπάρχει κανένα [[κέρδος]], σε Ηρόδ.· [[ὄφελος]] οὐδὲν γεωργοῦ ἀργοῦ, σε Ξεν.· [[αλλά]], [[ὅ τι]] περ [[ὄφελος]] στρατεύματος, [[τμήμα]] στρατεύματος που είναι σε [[θέση]] να προσφέρει υπηρεσίες, αξιόμαχο, στον ίδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj