3,274,522
edits
m (Text replacement - "πᾱσιν" to "πᾶσιν") |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (ΑΜ [[κήρυξ]] και [[κήρυξ]], -υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ)<br /><b>1.</b> αυτός που κηρύσσει [[κάτι]] μεγαλοφώνως στο [[πλήθος]], [[διαλαλητής]], [[ντελάλης]] («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο δόγματα και ιδέες, [[καθώς]] και αυτός που παροτρύνει [[προφορικώς]] ή γραπτώς σε μια [[ενέργεια]] (α. «[[κήρυκας]] τῆς αλήθειας» β. «[[κήρυξ]] καὶ [[διδάσκαλος]] τῶν θείων λογίων», Σάθ.)<br /><b>3.</b> ο [[μεταξύ]] εμπολέμων [[κομιστής]] προτάσεων ανακωχής, ειρήνης κ.λπ., [[απεσταλμένος]] («[[καίτοι]] τὸ παρανομεῖν εἰς κήρυκα καὶ πρέσβεις τοῖς ἄλλοις τε πᾶσιν ἀσεβὲς [[εἶναι]] δοκεῖ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εκφωνητής]] [[κατά]] τις δημοπρασίες και τους δημόσιους πλειστηριασμούς («ὑπὸ [[κήρυκος]] πωλεῖν», Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτελούσε χρέη μαγείρου [[κατά]] τις εορτές<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Κήρυκες</i><br />[[ονομασία]] επιφανούς ιερατικού γένους στην Αθήνα («Εὐμολπιδῶν και Κηρύκων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (στην Αθήνα) αυτός που κήρυσσε και τηρούσε την [[τάξη]] στις συνελεύσεις, [[εκφωνητής]] («[[κήρυξ]], τὶς ἀγορεύειν βούλεται;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (γενικώς) [[αγγελιαφόρος]] («αὐτοὶ θεοὶ κήρυκες ἀγγέλλουσί μοι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> ο [[πετεινός]] («ὥρα βαδίζειν, ὡς ὁ [[κήρυξ]] [[ἀρτίως]] ἡμών προσιόντων δεύτερον κεκόκκυκεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (για γραπτό [[κείμενο]] ή για πρόσ.) αυτός που επιβεβαιώνει, που πιστοποιεί [[κάτι]], ο [[μάρτυρας]] («δέξασθε σμίλης ὁλκούς, [[κήρυκας]] ἐμῶν μόχθων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (για τον Όμηρο) [[υμνητής]], [[εγκωμιαστής]] («ἡρώων κάρυκ' ἀρετᾱς», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[είδος]] οστρακόδερμου με ελικοειδές [[κέλυφος]], το οποίο χρησίμευε και ως [[είδος]] σάλπιγγας («αἵ τε πορφύραι καὶ οἱ κήρυκες καὶ ὁ [[κόχλος]] καὶ [[τἆλλα]] τὰ στρομβώδη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> αγκαθωτό όργανο βασανιστηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kar</i>- «[[υμνώ]]». Αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>k</i><i>ā</i><i>ru</i>- «[[ποιητής]], [[τραγουδιστής]]» και συνδέεται με το [[καρκαίρω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κηρύκειος]], [[κηρυκεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κηρύκαινα]], [[Κηρυκίδαι]], [[κηρυκικός]], [[κηρύκινος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ιεροκήρυκας]] (-<i>ήρυξ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντικήρυξ</i>, <i>αοιδοκήρυξ</i>, <i>αυτοκήρυξ</i>, <i>δημοκήρυξ</i>, [[δρομοκήρυξ]], [[θεοκήρυξ]], [[στρατοκήρυξ]], [[ψευδοκήρυξ]]]. | |mltxt=ο (ΑΜ [[κήρυξ]] και [[κήρυξ]], -υκος, Α αιολ. τ. κᾱρυξ, ὁ και σπαν. ἡ)<br /><b>1.</b> αυτός που κηρύσσει [[κάτι]] μεγαλοφώνως στο [[πλήθος]], [[διαλαλητής]], [[ντελάλης]] («κήρυκες, Διὸς ἄγγελοι ἠδὲ καὶ ἀνδρῶν», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που διδάσκει ή μεταδίδει με προφορικό ή γραπτό λόγο δόγματα και ιδέες, [[καθώς]] και αυτός που παροτρύνει [[προφορικώς]] ή γραπτώς σε μια [[ενέργεια]] (α. «[[κήρυκας]] τῆς αλήθειας» β. «[[κήρυξ]] καὶ [[διδάσκαλος]] τῶν θείων λογίων», Σάθ.)<br /><b>3.</b> ο [[μεταξύ]] εμπολέμων [[κομιστής]] προτάσεων ανακωχής, ειρήνης κ.λπ., [[απεσταλμένος]] («[[καίτοι]] τὸ παρανομεῖν εἰς κήρυκα καὶ πρέσβεις τοῖς ἄλλοις τε πᾶσιν ἀσεβὲς [[εἶναι]] δοκεῖ», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> [[εκφωνητής]] [[κατά]] τις δημοπρασίες και τους δημόσιους πλειστηριασμούς («ὑπὸ [[κήρυκος]] πωλεῖν», Θεόφρ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτελούσε χρέη μαγείρου [[κατά]] τις εορτές<br /><b>2.</b> (<b>στον πληθ. ως κύριο όν.</b>) <i>οἱ Κήρυκες</i><br />[[ονομασία]] επιφανούς ιερατικού γένους στην Αθήνα («Εὐμολπιδῶν και Κηρύκων», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (στην Αθήνα) αυτός που κήρυσσε και τηρούσε την [[τάξη]] στις συνελεύσεις, [[εκφωνητής]] («[[κήρυξ]], τὶς ἀγορεύειν βούλεται;», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>4.</b> (γενικώς) [[αγγελιαφόρος]] («αὐτοὶ θεοὶ κήρυκες ἀγγέλλουσί μοι», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>5.</b> ο [[πετεινός]] («ὥρα βαδίζειν, ὡς ὁ [[κήρυξ]] [[ἀρτίως]] ἡμών προσιόντων δεύτερον κεκόκκυκεν», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>6.</b> (για γραπτό [[κείμενο]] ή για πρόσ.) αυτός που επιβεβαιώνει, που πιστοποιεί [[κάτι]], ο [[μάρτυρας]] («δέξασθε σμίλης ὁλκούς, [[κήρυκας]] ἐμῶν μόχθων», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> (για τον Όμηρο) [[υμνητής]], [[εγκωμιαστής]] («ἡρώων κάρυκ' ἀρετᾱς», <b>επιγρ.</b>)<br /><b>8.</b> [[είδος]] οστρακόδερμου με ελικοειδές [[κέλυφος]], το οποίο χρησίμευε και ως [[είδος]] σάλπιγγας («αἵ τε πορφύραι καὶ οἱ κήρυκες καὶ ὁ [[κόχλος]] καὶ [[τἆλλα]] τὰ στρομβώδη», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>9.</b> αγκαθωτό όργανο βασανιστηρίων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Ανάγεται στην ΙΕ [[ρίζα]] <i>kar</i>- «[[υμνώ]]». Αντιστοιχεί στο αρχ. ινδ. <i>k</i><i>ā</i><i>ru</i>- «[[ποιητής]], [[τραγουδιστής]]» και συνδέεται με το [[καρκαίρω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κηρύκειος]], [[κηρυκεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κηρύκαινα]], [[Κηρυκίδαι]], [[κηρυκικός]], [[κηρύκινος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Β' συνθετικό) [[ιεροκήρυκας]] (-<i>ήρυξ</i>)<br /><b>αρχ.</b><br /><i>αντικήρυξ</i>, <i>αοιδοκήρυξ</i>, <i>αυτοκήρυξ</i>, <i>δημοκήρυξ</i>, [[δρομοκήρυξ]], [[θεοκήρυξ]], [[στρατοκήρυξ]], [[ψευδοκήρυξ]]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[herald]]=== | |||
Albanian: lajmëtar; Bulgarian: пратеник; Burmese: သံတော်ဆင့်; Catalan: herald; Danish: herold; Dutch: [[heraut]]; Finnish: sanansaattaja; French: [[héraut]]; German: [[Herold]], [[Bote]]; Gothic: 𐍃𐍀𐌹𐌻𐌻𐌰; Greek: [[κήρυκας]], [[αγγελιοφόρος]]; Ancient Greek: [[κῆρυξ]], [[κᾶρυξ]]; Indonesian: bentara; Irish: aralt, bolscaire; Italian: [[araldo]], [[messaggero]], [[messo]], [[banditore]], [[corriere]]; Japanese: 使者, 布告者, 告知者, 伝令官, ヘラルド; Latin: [[praeco]]; Macedonian: гласник, пратеник; Maori: kaiwaewae, karere, pūrahorua; Old Church Slavonic Cyrillic: проповѣдьникъ; Old English: ār; Persian: جلویز; Portuguese: [[arauto]], [[mensageiro]]; Romanian: mesager, trimis, sol; Russian: [[вестник]]; Spanish: [[heraldo]]; Swedish: härold; Turkish: haberci | |||
}} | }} |