τεθρυμμένως: Difference between revisions
mNo edit summary |
m (Text replacement - "[ἀνάνδρως]], γυναικείως, γυναικικῶς, γυναικοπρεπῶς, θηλυδριωδῶς, Ἰωνικῶς, κεκλασμένως, μαλακῶς, μαλθακῶς, [...) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{trml | {{trml | ||
|trtx====[[effeminately]]=== | |trtx====[[effeminately]]=== | ||
Galician: efeminadamente, afeminadamente; Greek: [[θηλυπρεπώς]]; Ancient Greek: [[ἀνάνδρως]], [[γυναικείως]], [[γυναικικῶς]], [[γυναικοπρεπῶς]], [[θηλυδριωδῶς]], [[Ἰωνικῶς]], [[κεκλασμένως]], [[μαλακῶς]], [[μαλθακῶς]], [[τεθρυμμένως]]; Italian: [[effemminatamente]], [[effeminatamente]]; Polish: po babsku; Portuguese: [[efeminadamente]]; Spanish: [[afeminadamente]], [[femenilmente]] | Galician: efeminadamente, afeminadamente; Greek: [[θηλυπρεπώς]]; Ancient Greek: [[ἀνάνδρως]], [[γυναικείως]], [[γυναικικῶς]], [[γυναικοπρεπῶς]], [[ἐκτεθηλυμμένως]], [[θηλυδριωδῶς]], [[Ἰωνικῶς]], [[κεκλασμένως]], [[μαλακῶς]], [[μαλθακῶς]], [[τεθρυμμένως]]; Italian: [[effemminatamente]], [[effeminatamente]]; Polish: po babsku; Portuguese: [[efeminadamente]]; Spanish: [[afeminadamente]], [[femenilmente]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:35, 23 March 2023
English (LSJ)
Adv., (θρύπτω) wantonly, effeminately, Plu.2.801a.
German (Pape)
[Seite 1079] adv. part. perf. pass. vou θρύπτω, weichlich, schwelgerisch, Plut. reip. ger. praec. 4.
French (Bailly abrégé)
adv.
mollement, d'une manière efféminée.
Étymologie: τέθρυμμαι.
Russian (Dvoretsky)
τεθρυμμένως: [от part. pf. pass. к θρύπτω в неге, среди роскоши (ζῶντες Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
τεθρυμμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ. τοῦ θρύπτω, μαλθακῶς, θηλυπρεπῶς, ἡδυπαθῶς, τοῖς ἀσελγῶς καὶ τεθρυμμένως ζῶσιν Πλούτ. 2. 801Α.
Greek Monolingual
Α
επιρρ. με θηλυπρεπή τρόπο («τοῖς ἀσελγῶς καὶ τεθρυμμένως ζῶσιν», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τεθρυμμένος, μτχ. μέσ. παρακμ. του ρ. θρύπτω + επιρρμ. κατάλ. -ως].
Translations
effeminately
Galician: efeminadamente, afeminadamente; Greek: θηλυπρεπώς; Ancient Greek: ἀνάνδρως, γυναικείως, γυναικικῶς, γυναικοπρεπῶς, ἐκτεθηλυμμένως, θηλυδριωδῶς, Ἰωνικῶς, κεκλασμένως, μαλακῶς, μαλθακῶς, τεθρυμμένως; Italian: effemminatamente, effeminatamente; Polish: po babsku; Portuguese: efeminadamente; Spanish: afeminadamente, femenilmente