3,273,787
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(btext.*?)’([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)" to "$1'$2") |
mNo edit summary |
||
Line 60: | Line 60: | ||
{{mantoulidis | {{mantoulidis | ||
|mantxt=(=[[παίρνω]]). Ἀρχικό [[θέμα]] σλαβκαί σληβ-. Ρίζα λαβ-. Θέματα: α) ἀσθενές λαβ + [[πρόσφυμα]] ν μπροστά ἀπό τό χαρακτήρα καί αν [[μετά]] τό χαρακτήρα → λα-ν-β-άν-ω καί μέ [[τροπή]] τοῦ ν σέ μ → [[λαμβάνω]], [[β]]) ἰσχυρό: ληβ (μελλ. λήβ-σο-μαι → [[λήψομαι]]). Παρακείμενος: σε-σλαφ-α → σε-σληφ-α, μέ ἀφομοίωση τοῦ δευτέρου σ → σέ-λληφ-α καί μέ ἁ-πλοποίηση τῶν δύο λ, ἀντέκταση καί [[ἀποβολή]] τοῦ σ → [[εἴληφα]]. Μέσος παρακ.: σέ-σλαβ-μαι → σέ-σληβ-μαι → σέ-σλημμαι → σέ-λλημ-μαι → [[εἴλημμαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[λαβή]], [[συλλαβή]], παραλαβή, ἀπολαβή, [[ἀντιλαβή]], χειρολαβή, [[εὐλαβής]], [[λαβίς]] (=[[χερούλι]]), [[λάφυρον]] (=[[λεία]] τοῦ πολέμου, πλιάτσικο), [[ἀμφιλαφής]] (=[[κατάφυτος]]), [[ἐργολάβος]], ἐργολαβῶ, [[ἐργολαβία]], [[λῆμμα]] (=[[κέρδος]]), [[λημματικός]], [[λημμάτιον]] (ὑποκορ.), [[λῆψις]] καί τά σύνθ. (ἀνά, [[κατά]], [[περί]], [[ἀντί]], ἀπό, [[ἐπί]], [[μετά]], πρόσ, σύλ, ὑπό)ληψις, [[ἀνδροληψία]] (=σύλληψη [[ἀνδρῶν]] ἐνόχων), [[ληπτέος]], ληπτέον, (δια, ἀντι, ἀνα, ἀπο, παρα, μετα, ὑπο)ληπτέον, [[λήπτης]], [[παραλήπτης]], [[ἐργολήπτης]], [[ληπτικός]], [[ἐπιληπτικός]], [[ληπτός]], (ἄ, ἀνεπί, [[ἐπί]], εὔ, νυμφό)ληπτος, (κατα, παρα, περι)[[ληπτός]], [[ἀσύλληπτος]], [[δυσανάληπτος]], θρησκόληπτος, [[ἀντιλήπτωρ]] (=[[βοηθός]]), [[συλλήβδην]] (=[[σύντομα]], [[περιληπτικά]]), [[καταλαμπτέος]]. | |mantxt=(=[[παίρνω]]). Ἀρχικό [[θέμα]] σλαβκαί σληβ-. Ρίζα λαβ-. Θέματα: α) ἀσθενές λαβ + [[πρόσφυμα]] ν μπροστά ἀπό τό χαρακτήρα καί αν [[μετά]] τό χαρακτήρα → λα-ν-β-άν-ω καί μέ [[τροπή]] τοῦ ν σέ μ → [[λαμβάνω]], [[β]]) ἰσχυρό: ληβ (μελλ. λήβ-σο-μαι → [[λήψομαι]]). Παρακείμενος: σε-σλαφ-α → σε-σληφ-α, μέ ἀφομοίωση τοῦ δευτέρου σ → σέ-λληφ-α καί μέ ἁ-πλοποίηση τῶν δύο λ, ἀντέκταση καί [[ἀποβολή]] τοῦ σ → [[εἴληφα]]. Μέσος παρακ.: σέ-σλαβ-μαι → σέ-σληβ-μαι → σέ-σλημμαι → σέ-λλημ-μαι → [[εἴλημμαι]].<br><b>Παράγωγα:</b> [[λαβή]], [[συλλαβή]], παραλαβή, ἀπολαβή, [[ἀντιλαβή]], χειρολαβή, [[εὐλαβής]], [[λαβίς]] (=[[χερούλι]]), [[λάφυρον]] (=[[λεία]] τοῦ πολέμου, πλιάτσικο), [[ἀμφιλαφής]] (=[[κατάφυτος]]), [[ἐργολάβος]], ἐργολαβῶ, [[ἐργολαβία]], [[λῆμμα]] (=[[κέρδος]]), [[λημματικός]], [[λημμάτιον]] (ὑποκορ.), [[λῆψις]] καί τά σύνθ. (ἀνά, [[κατά]], [[περί]], [[ἀντί]], ἀπό, [[ἐπί]], [[μετά]], πρόσ, σύλ, ὑπό)ληψις, [[ἀνδροληψία]] (=σύλληψη [[ἀνδρῶν]] ἐνόχων), [[ληπτέος]], ληπτέον, (δια, ἀντι, ἀνα, ἀπο, παρα, μετα, ὑπο)ληπτέον, [[λήπτης]], [[παραλήπτης]], [[ἐργολήπτης]], [[ληπτικός]], [[ἐπιληπτικός]], [[ληπτός]], (ἄ, ἀνεπί, [[ἐπί]], εὔ, νυμφό)ληπτος, (κατα, παρα, περι)[[ληπτός]], [[ἀσύλληπτος]], [[δυσανάληπτος]], θρησκόληπτος, [[ἀντιλήπτωρ]] (=[[βοηθός]]), [[συλλήβδην]] (=[[σύντομα]], [[περιληπτικά]]), [[καταλαμπτέος]]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[get]]=== | |||
Albanian: marr; Arabic: اِسْتَلَمَ; Assamese: পোৱা; Belarusian: даставаць, дастаць; Bengali: পাওয়া; Bulgarian: добивам; Catalan: aconseguir, obtenir; Central Sierra Miwok: sun·u-; Chechen: эца; Cherokee: ᎠᎩᎠ, ᎠᏱᎭ, ᎠᏯᏂᎭ; Chinese Mandarin: 获得, 得到, 取, 拿; Min Dong: 掇; Czech: dostat; Danish: få fat i; Dutch: [[nemen]], [[pakken]], [[halen]]; Esperanto: preni, havigi, akiri; Finnish: saada; French: [[obtenir]]; Georgian: მიღება, აღება, მოპოვება; German: [[besorgen]], [[holen]], [[erwischen]], [[kriegen]], [[sich schnappen]], [[anschaffen]]; Ancient Greek: [[κτάομαι]], [[τυγχάνω]], [[λαμβάνω]], [[αἱρέω]]; Hindi: पाना; Hungarian: szerez; Ido: aquirar; Ingrian: saavva; Interlingua: obtener; Irish: faigh; Old Irish: ad·cota; Italian: [[ottenere]]; Japanese: 手に入れる, 入手する, 獲得する; Khmer: ទទួលបាន; Korean: 얻다; Latin: [[potior]], [[impetro]], [[nanciscor]], [[assequor]], [[consequor]]; Latvian: dabūt, iegūt; Macedonian: зема; Marathi: मिळवणे; Meänkieli: saaha, saaja, sada, saa'a; Ngazidja Comorian: uparisa; North Frisian: füünj, fu; Norwegian: få tak i, oppnå; Old English: beġietan; Pela: ɣa³⁵, ju⁵⁵; Persian: بدست آوردن, گرفتن; Polish: dostawać, dostać, otrzymywać, otrzymać; Portuguese: [[conseguir]], [[pegar]], [[arrumar]], [[obter]], [[adquirir]]; Romanian: primi, obține; Russian: [[доставать]], [[достать]]; Sanskrit: लभते; Scottish Gaelic: faigh; Serbo-Croatian Cyrillic: добивати, добити; Roman: dobivati, dobiti; Slovak: dostať; Slovene: dobiti; Spanish: [[conseguir]], [[obtener]], [[coger]]; Swahili: wahi, pata; Swedish: få, skaffa; Sylheti: ꠙꠣꠃꠣ; Tagalog: makuha; Tamil: பெறு; Telugu: పొందు; Turkish: elde etmek, ele geçirmek; Ukrainian: діставати, дістати; Vietnamese: được, lấy; Volapük: getön; Welsh: cael; Zazaki: xo dest finen | |||
}} | }} |