ξανθοκόμης: Difference between revisions
Βιοῦν ἀλύπως θνητὸν ὄντ' οὐ ῥᾴδιον → Mortalis ullus vix sit exsors tristium → Schwer ist's für Sterbliche zu leben ohne Leid
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ksanthokomis | |Transliteration C=ksanthokomis | ||
|Beta Code=canqoko/mhs | |Beta Code=canqoko/mhs | ||
|Definition= | |Definition=ξανθοκόμου, ὁ, = [[ξανθόθριξ]], Hes.''Fr.''135.5, Pi.''N.''9.17, Theoc.17.103 ([[varia lectio|v.l.]] ξανθό-κομος, as also in Opp. ''C.''2.165,3.24). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
ξανθοκόμου, ὁ, = ξανθόθριξ, Hes.Fr.135.5, Pi.N.9.17, Theoc.17.103 (v.l. ξανθό-κομος, as also in Opp. C.2.165,3.24).
German (Pape)
[Seite 275] ὁ, mit blondem Haare, Opp. Cyn. 3, 24; ξανθοκομᾶν Δαναῶν, Pind. N. 9, 17; Theocr. 17, 103.
French (Bailly abrégé)
ου;
adj. m.
aux cheveux blonds.
Étymologie: ξανθός, κόμη.
Russian (Dvoretsky)
ξανθοκόμης: ου adj. m Pind., Theocr. = ξανθόθριξ.
Greek (Liddell-Scott)
ξανθοκόμης: -ου, ὁ, = ξανθόθριξ, Πινδ. Ν. 9. 40, Θεόκρ. 17. 103 (ἔνθα κοινῶς ξανθόκομοι), Ὀππ. Κυν. 3. 24. πρβλ. 2. 165.
Greek Monolingual
ξανθοκόμης, δωρ. τ. ξανθοκόμας, ὁ (Α)
αυτός που έχει ξανθά μαλλιά, ξανθομάλλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + -κόμης / -κόμᾱς (< κόμη «μαλλιά»), πρβλ. λευκο-κόμης, χρυσο-κόμης.
Greek Monotonic
ξανθοκόμης: -ου, ὁ (κόμη), = ξανθόθριξ, σε Πίνδ., Θεόκρ.