poleo: Difference between revisions

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source
(3)
mNo edit summary
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{esel
{{esel
|sltx=[[ἄλβολον]], [[βλῆχρος]], [[βλησκούνιον]], [[ἀρσενάκανθον]], [[βλήχων]], [[ἀνακτητικός]]
|sltx=[[ἄλβολον]], [[βλῆχρος]], [[βλησκούνιον]], [[ἀρσενάκανθον]], [[βλήχων]], [[ἀνακτητικόν]]
}}
}}

Revision as of 06:26, 15 October 2023

Latin > French (Gaffiot 2016)

pōleō, pour polleo : Fest. 205.

Spanish > Greek

ἄλβολον, βλῆχρος, βλησκούνιον, ἀρσενάκανθον, βλήχων, ἀνακτητικόν