3,277,649
edits
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῖτις και Σαμαρῑτις, -ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. | |mltxt=ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῖτις και Σαμαρῑτις, -ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῖτας Α [[Σαμάρεια]]<br />(<b>συν. στον. πληθ.</b>) <i>οι Σαμαρείτες</i> και <i>οἱ Σαμαρεῖται</i><br />οι κάτοικοι της Σαμάρειας, που [[μέχρι]] το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό πληθυσμό, ύστερα όμως από την [[κατάληψη]] της πόλης από τον Σαργών και την [[εγκατάσταση]] σ' αυτήν Ασσυρίων ειδωλολατρών σχημάτισαν ιδιαίτερη θρησκευτική [[κοινότητα]], χαρακτηριζόμενη ως αιρετική από τους Ιουδαίους<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[μέλος]] της ιδιαίτερης θρησκευτικής κοινότητας της Σαμάρειας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ο [[καλός]] [[Σαμαρείτης]]» — [[άνθρωπος]] που, [[μολονότι]] [[κατά]] [[τεκμήριο]] θα έπρεπε να [[είναι]] [[κακός]], συντρέχει και βοηθά τους αναξιοπαθούντες και πάσχοντες, όπως ο [[Σαμαρείτης]] του ευαγγελίου. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |