Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παντοίος: Difference between revisions

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-α, -ο / παντοῑος, -οία, -ον, ΝΜΑ<br />ο [[κάθε]] γένους ή ο [[κάθε]] είδους, [[παντοδαπός]], [[παντοειδής]] («παντοίᾳ τέχνῃ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οποιοσδήποτε]], [[καθένας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παντοῑος γίνεται» — παίρνει [[κάθε]] [[μορφή]], δηλ. μεταχειρίζεται [[κάθε]] [[μέσο]], κάνει το [[καθετί]] («παντοῑος γενόμενος [[ὑπὲρ]] τοῦ σῶσαι τοὺς ἄνδρας», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντοίως</i> ΝΜΑ<br />με όλους τους τρόπους, ποικιλοτρόπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>οῖος</i><br />(<b>πρβλ.</b> [[αλλοίος]], <i>ποίος</i>, [[τοίος]])].
|mltxt=-α, -ο / παντοῑος, -οία, -ον, ΝΜΑ<br />ο [[κάθε]] γένους ή ο [[κάθε]] είδους, [[παντοδαπός]], [[παντοειδής]] («παντοίᾳ τέχνῃ», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[οποιοσδήποτε]], [[καθένας]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «παντοῑος γίνεται» — παίρνει [[κάθε]] [[μορφή]], δηλ. μεταχειρίζεται [[κάθε]] [[μέσο]], κάνει το [[καθετί]] («παντοῖος γενόμενος [[ὑπὲρ]] τοῦ σῶσαι τοὺς ἄνδρας», <b>Πλούτ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>παντοίως</i> ΝΜΑ<br />με όλους τους τρόπους, ποικιλοτρόπως.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πᾶς</i>, <i>παντός</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>οῖος</i><br />(<b>πρβλ.</b> [[αλλοίος]], <i>ποίος</i>, [[τοίος]])].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Greek Monolingual

-α, -ο / παντοῑος, -οία, -ον, ΝΜΑ
ο κάθε γένους ή ο κάθε είδους, παντοδαπός, παντοειδής («παντοίᾳ τέχνῃ», Σοφ.)
αρχ.
1. οποιοσδήποτε, καθένας
2. φρ. «παντοῑος γίνεται» — παίρνει κάθε μορφή, δηλ. μεταχειρίζεται κάθε μέσο, κάνει το καθετί («παντοῖος γενόμενος ὑπὲρ τοῦ σῶσαι τοὺς ἄνδρας», Πλούτ.).
επίρρ...
παντοίως ΝΜΑ
με όλους τους τρόπους, ποικιλοτρόπως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πᾶς, παντός + επίθημα -οῖος
(πρβλ. αλλοίος, ποίος, τοίος)].