υπογράφω: Difference between revisions

m
Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2"
m (Text replacement - "εῑς" to "εῖς")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ὑπογράφω]] ΝΜΑ [[γράφω]]<br /><b>1.</b> [[γράφω]] με το ίδιο μου το [[χέρι]] το όνομά μου στο [[τέλος]] κειμένου ή εγγράφου, [[βάζω]] την [[υπογραφή]] μου (α. «[[πρέπει]] να υπογράψω όλα τα έγγραφα [[σήμερα]]» β. «Κύριλλος [[ἐπίσκοπος]] Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ.<br />γ. «ὁ δεῖνα ὑπέγραψα [[ὑπὲρ]] αὑτοῦ διὰ τὸ λέγειν αὐτὸν γράμματα μὴ [[εἰδέναι]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] (α. «[[μάλιστα]], το [[υπογράφω]]» β. «ὑπογράψαντες μὲν ἀνάστασιν σωμάτων νεκρῶν, οὐ λαμβάνοντες δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επικυρώνω]] [[συμφωνία]] με την [[υπογραφή]] μου (α. «υπέγραψαν [[συνθήκη]] ειρήνης» β. «θα υπογράψουν τα συμβόλαια [[αύριο]]»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο [[υπογεγραμμένος]], <i>η υπογεγραμμένη</i><br />τυπική [[έκφραση]] [[πριν]] από το όνομα [[αυτού]] που υπογράφει<br /><b>3.</b> (το θηλ. παθ. μτχ. παρακμ.) <b>γραμμ.</b> [[σύμβολο]] της αρχαίας ελληνικής το οποίο δηλώνει το υποτακτικό [[φωνήεν]] -<i>ι</i> τών μακρόφωνων διφθόγγων <i>αι</i>, <i>ηι</i> και <i>ωι</i><br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[υπογράφω]] και με τα δυο μου χέρια» — [[συμφωνώ]] απολύτως<br /><b>μσν.</b><br />τίθεμαι ως [[βάση]] («εἰς συμπλήρωσιν τῆς τὸ πᾶν ὑπογραφούσης ὁλότητος γινώσκεται πεποιημένη», Μαξ. Ομολ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσθέτω]], [[κάνω]] προσθήκες σε γραπτό [[κείμενο]] (α. «τῇ στήλῆ ὑπέγραψαν ὄτι οὐκ ἔμειναν τοῖς ὅροις», <b>Θουκ.</b><br />β. «μετεμελήθησαν τῷ παρ' ἡμῶν ἐπιδοθέντι αὐτοῖς βιβλίῳ ὑπογράφοντες», Βασ.)<br /><b>2.</b> [[γράφω]] κατ' εντολήν ή καθ' [[υπαγόρευση]] («οὐκ ἔχων οὐδὲ τὸν ὑπογράφοντα», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> [[καταγράφω]] («[[ὑπογράφω]] [[ᾆσμα]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>4.</b> [[εκπροσωπώ]] («οἱ δύο λησταὶ τοὺς δύο ὑπέγραφον λαούς», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>5.</b> [[φαντάζομαι]], [[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]] μου («ὑπόγραψόν μοι τὸν Ἠλίαν τοῖς ὀφθαλμοῖς», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] πρόσθετη [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου («εἴ τι καινὸν ὑπογράφει τὠμῷ βίῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γράφω]] γραμμές ή σχέδια ως σχολικά υποδείγματα<br /><b>3.</b> [[σχεδιάζω]] [[κάτι]] ως [[υπόδειγμα]], ως οδηγό («ἡ [[πόλις]] νόμους ὑπογράφει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σχεδιάζω]] («οἱ γραφεῖς ὑπογράψαντες ταῖς γραμμαῑς [[οὕτως]] ἐναλείφουσι τοῖς χρώμασι τὸ [[ζῷον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[σχεδιάζω]] αμυδρά, [[δίνω]] μια γενική [[εικόνα]] («ἡ [[φύσις]] τοῖς τιμιωτέροις ὑπογράφει τὴν βοήθειαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[περιγράφω]] σε γενικές γραμμές, [[δίνω]] τα κύρια μόνο [[σημεία]] («τύπῳ... ὑπογεγράφθω περὶ ψυχῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[σημειώνω]] [[πάνω]] στον [[χάρτη]] («πόλεις ὑπογράψας», Πτολ.)<br /><b>8.</b> [[υποθηκεύω]] («ὑπογράψονται τὼς χώρως», πάπ.)<br /><b>9.</b> (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) [[γυναίκα]] με βαμμένα τα μάτια<br /><b>10.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑπογεγραμμένα</i>- <b>ιατρ.</b> τα συμπτώματα που έχουν αναφερθεί<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ τὰ ὑπογεγραμμένα» — όπως έχει δηλωθεί ανωτέρω <b>(παπ.)</b><br />β) «[[ὑπογράφω]] τὰς καταβολάς» — [[υπογράφω]] κατοχυρώνοντας το [[δικαίωμα]] πληρωμής (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «τοὺς ἵππους ἰδίους [[ὑπογράφω]]» — [[γράφω]] το όνομά μου για να δηλώσω την [[κυριότητα]] (<b>Διόδ.</b>)<br />δ) «ὑπογράψας ἐπιβουλεῦσαι με» — κατηγορώντας με για [[συνωμοσία]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />ε) «[[ὑπογράφω]] κρίσεις τινί» — [[διατυπώνω]] κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου (<b>Πολ.</b>)<br />στ) «[[ὑπογράφω]] τὴν ἀντωμοσίαν τινί» — [[καταθέτω]] [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου <b>(Θεμίστ.)</b><br />ζ) «ὑπογράφομαι ἐμαυτῷ εἰς μνήμην» — [[σημειώνω]] [[κάτι]] για να το θυμηθώ (<b>Αππ.</b>)<br />η) «[[ὑπογράφω]] [ή ὑπογράφομαι] τοὺς ὀφθαλμούς [ή τὰ βλέφαρα]» — [[βάφω]] τα μάτια μου, τα βλέφαρα.
|mltxt=[[ὑπογράφω]] ΝΜΑ [[γράφω]]<br /><b>1.</b> [[γράφω]] με το ίδιο μου το [[χέρι]] το όνομά μου στο [[τέλος]] κειμένου ή εγγράφου, [[βάζω]] την [[υπογραφή]] μου (α. «[[πρέπει]] να υπογράψω όλα τα έγγραφα [[σήμερα]]» β. «Κύριλλος [[ἐπίσκοπος]] Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ.<br />γ. «ὁ δεῖνα ὑπέγραψα [[ὑπὲρ]] αὑτοῦ διὰ τὸ λέγειν αὐτὸν γράμματα μὴ [[εἰδέναι]]», πάπ.)<br /><b>2.</b> [[εγκρίνω]], [[αποδέχομαι]] (α. «[[μάλιστα]], το [[υπογράφω]]» β. «ὑπογράψαντες μὲν ἀνάστασιν σωμάτων νεκρῶν, οὐ λαμβάνοντες δέ», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[επικυρώνω]] [[συμφωνία]] με την [[υπογραφή]] μου (α. «υπέγραψαν [[συνθήκη]] ειρήνης» β. «θα υπογράψουν τα συμβόλαια [[αύριο]]»)<br /><b>2.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) ο [[υπογεγραμμένος]], <i>η υπογεγραμμένη</i><br />τυπική [[έκφραση]] [[πριν]] από το όνομα [[αυτού]] που υπογράφει<br /><b>3.</b> (το θηλ. παθ. μτχ. παρακμ.) <b>γραμμ.</b> [[σύμβολο]] της αρχαίας ελληνικής το οποίο δηλώνει το υποτακτικό [[φωνήεν]] -<i>ι</i> τών μακρόφωνων διφθόγγων <i>αι</i>, <i>ηι</i> και <i>ωι</i><br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «[[υπογράφω]] και με τα δυο μου χέρια» — [[συμφωνώ]] απολύτως<br /><b>μσν.</b><br />τίθεμαι ως [[βάση]] («εἰς συμπλήρωσιν τῆς τὸ πᾶν ὑπογραφούσης ὁλότητος γινώσκεται πεποιημένη», Μαξ. Ομολ.)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[προσθέτω]], [[κάνω]] προσθήκες σε γραπτό [[κείμενο]] (α. «τῇ στήλῆ ὑπέγραψαν ὄτι οὐκ ἔμειναν τοῖς ὅροις», <b>Θουκ.</b><br />β. «μετεμελήθησαν τῷ παρ' ἡμῶν ἐπιδοθέντι αὐτοῖς βιβλίῳ ὑπογράφοντες», Βασ.)<br /><b>2.</b> [[γράφω]] κατ' εντολήν ή καθ' [[υπαγόρευση]] («οὐκ ἔχων οὐδὲ τὸν ὑπογράφοντα», Ιουλ.)<br /><b>3.</b> [[καταγράφω]] («[[ὑπογράφω]] [[ᾆσμα]]», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>4.</b> [[εκπροσωπώ]] («οἱ δύο λησταὶ τοὺς δύο ὑπέγραφον λαούς», Ισίδ. Πηλ.)<br /><b>5.</b> [[φαντάζομαι]], [[ανακαλώ]] στη [[μνήμη]] μου («ὑπόγραψόν μοι τὸν Ἠλίαν τοῖς ὀφθαλμοῖς», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διατυπώνω]] πρόσθετη [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου («εἴ τι καινὸν ὑπογράφει τὠμῷ βίῳ», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γράφω]] γραμμές ή σχέδια ως σχολικά υποδείγματα<br /><b>3.</b> [[σχεδιάζω]] [[κάτι]] ως [[υπόδειγμα]], ως οδηγό («ἡ [[πόλις]] νόμους ὑπογράφει», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[σχεδιάζω]] («οἱ γραφεῖς ὑπογράψαντες ταῖς γραμμαῖς [[οὕτως]] ἐναλείφουσι τοῖς χρώμασι τὸ [[ζῷον]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[σχεδιάζω]] αμυδρά, [[δίνω]] μια γενική [[εικόνα]] («ἡ [[φύσις]] τοῖς τιμιωτέροις ὑπογράφει τὴν βοήθειαν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>6.</b> [[περιγράφω]] σε γενικές γραμμές, [[δίνω]] τα κύρια μόνο [[σημεία]] («τύπῳ... ὑπογεγράφθω περὶ ψυχῆς», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>7.</b> [[σημειώνω]] [[πάνω]] στον [[χάρτη]] («πόλεις ὑπογράψας», Πτολ.)<br /><b>8.</b> [[υποθηκεύω]] («ὑπογράψονται τὼς χώρως», πάπ.)<br /><b>9.</b> (το θηλ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) [[γυναίκα]] με βαμμένα τα μάτια<br /><b>10.</b> (το ουδ. πληθ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) <i>τὰ ὑπογεγραμμένα</i>- <b>ιατρ.</b> τα συμπτώματα που έχουν αναφερθεί<br /><b>11.</b> <b>φρ.</b> α) «κατὰ τὰ ὑπογεγραμμένα» — όπως έχει δηλωθεί ανωτέρω <b>(παπ.)</b><br />β) «[[ὑπογράφω]] τὰς καταβολάς» — [[υπογράφω]] κατοχυρώνοντας το [[δικαίωμα]] πληρωμής (<b>Δημοσθ.</b>)<br />γ) «τοὺς ἵππους ἰδίους [[ὑπογράφω]]» — [[γράφω]] το όνομά μου για να δηλώσω την [[κυριότητα]] (<b>Διόδ.</b>)<br />δ) «ὑπογράψας ἐπιβουλεῦσαι με» — κατηγορώντας με για [[συνωμοσία]] (<b>Δημοσθ.</b>)<br />ε) «[[ὑπογράφω]] κρίσεις τινί» — [[διατυπώνω]] κατηγορίες [[εναντίον]] κάποιου (<b>Πολ.</b>)<br />στ) «[[ὑπογράφω]] τὴν ἀντωμοσίαν τινί» — [[καταθέτω]] [[κατηγορία]] [[εναντίον]] κάποιου <b>(Θεμίστ.)</b><br />ζ) «ὑπογράφομαι ἐμαυτῷ εἰς μνήμην» — [[σημειώνω]] [[κάτι]] για να το θυμηθώ (<b>Αππ.</b>)<br />η) «[[ὑπογράφω]] [ή ὑπογράφομαι] τοὺς ὀφθαλμούς [ή τὰ βλέφαρα]» — [[βάφω]] τα μάτια μου, τα βλέφαρα.
}}
}}