ανυπότακτος: Difference between revisions

m
no edit summary
(5)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. -χτος, -η, -ο (Α [[ἀνυπότακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα ή πράγματα) αυτός που δεν υποτάχθηκε σε κάποιον<br /><b>2.</b> απείθαρχος, [[ατίθασος]], [[ανυπάκουος]]<br /><b>3.</b> [[ελεύθερος]], [[απεριόριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Στρ.</b> [[στρατεύσιμος]] που κλήθηκε και δεν προσήλθε<br />(<b>βλ.</b> [[ανυποταξία]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[άτακτος]], συγκεχυμένος.
|mltxt=κ. -χτος, -η, -ο (Α [[ἀνυπότακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> (για πρόσωπα ή πράγματα) αυτός που δεν υποτάχθηκε σε κάποιον<br /><b>2.</b> απείθαρχος, [[ατίθασος]], [[ανυπάκουος]]<br /><b>3.</b> [[ελεύθερος]], [[απεριόριστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>Στρ.</b> [[στρατεύσιμος]] που κλήθηκε και δεν προσήλθε<br />(<b>βλ.</b> [[ανυποταξία]])<br /><b>αρχ.</b><br />[[άτακτος]], συγκεχυμένος.
}}
{{trml
|trtx====[[draft dodger]]===
Catalan: pròfug, pròfuga; German: [[Wehrdienstumgeher]], [[Kriegsdienstumgeher]], [[Drückeberger]]; English: [[draft dodger]], [[draft evader]]; Greek: [[ανυπότακτος]], [[φυγόστρατος]]; Ancient Greek: [[ἀστράτευτος]]; Italian: [[imboscato]]; Polish: dekownik; Russian: [[уклонист]]; Spanish: [[prófugo]], [[desertor]]; Turkish: asker kaçağı; Ukrainian: ухилянт
}}
}}