διαβατήριος: Difference between revisions

m
no edit summary
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 4: Line 4:
{{pape
{{pape
|ptext=wohl nur neutr. plur. τὰ [[διαβατήρια]], sc. [[ἱερά]],<br><b class="num">1</b> <i>[[Opfer]] für eine glückliche [[Überfahrt]]</i>, die man [[antreten]] will, od. einen zu unternehmenden [[Feldzug]], ἐγένετο τὰ δ., sie fielen [[glücklich]] aus, Thuc. 5.54; Xen. <i>Hell</i>. 4.7.2; oder für [[glücklich]] überstandene [[Überfahrt]], δ. θύειν, Plut. <i>Lucull</i>. 24.<br><b class="num">2</b> <i>der [[Übergang]]</i>, DC. 14.18.<br>Bei Philo <i>das [[Passahfest]]</i>.
|ptext=wohl nur neutr. plur. τὰ [[διαβατήρια]], sc. [[ἱερά]],<br><b class="num">1</b> <i>[[Opfer]] für eine glückliche [[Überfahrt]]</i>, die man [[antreten]] will, od. einen zu unternehmenden [[Feldzug]], ἐγένετο τὰ δ., sie fielen [[glücklich]] aus, Thuc. 5.54; Xen. <i>Hell</i>. 4.7.2; oder für [[glücklich]] überstandene [[Überfahrt]], δ. θύειν, Plut. <i>Lucull</i>. 24.<br><b class="num">2</b> <i>der [[Übergang]]</i>, DC. 14.18.<br>Bei Philo <i>das [[Passahfest]]</i>.
}}
{{grml
|mltxt=το (AM [[διαβατήριος]], -α, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[πιστοποιητικό]] αποδημίας σε [[μορφή]] βιβλιαρίου, με το οποίο επιτρέπεται σε κάποιον να ταξιδέψει στο εξωτερικό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πήρε [[διαβατήριο]] για τον [[άλλο]] κόσμο» — [[είναι]] [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τη [[διάβαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) θυσίες εκ μέρους του αρχηγού εκστρατευτικού σώματος [[πριν]] από τη [[διάβαση]] ποταμού ή τών ορίων της χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία λ. [[διαβατήριο]] χρησιμοποιήθηκε στη Νεοελληνική για την [[απόδοση]] ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>passeport</i>)].
}}
}}