κιγκλίς: Difference between revisions

m
Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος"
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιγκλίς]], -[[ίδος]], ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[κιγκλίδα]].
|mltxt=[[κιγκλίς]], -ίδος, ἡ (ΑΜ)<br /><b>βλ.</b> [[κιγκλίδα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''κιγκλίς:''' -[[ίδος]], ἡ, [[κυρίως]] στον πληθ., <i>κιγκλίδες</i>, καγκελωτή [[θύρα]] δικαστηρίου ή [[αίθουσα]] συνεδριάσεων, μέσω της οποίας περνούσαν τα [[μέλη]], σε Αριστοφ.· μεταφ., σημαίνει αναβολές στο [[εδώλιο]] του κατηγορουμένου, δηλ. οι στάσεις της δίκης, σε Πλούτ.· στον ενικ., <i>ἐντὸςτῆς κιγκλίδος διατρίβειν</i>, [[διαμονή]] στο δικαστήριο, σε Λουκ.
|lsmtext='''κιγκλίς:''' -ίδος, ἡ, [[κυρίως]] στον πληθ., <i>κιγκλίδες</i>, καγκελωτή [[θύρα]] δικαστηρίου ή [[αίθουσα]] συνεδριάσεων, μέσω της οποίας περνούσαν τα [[μέλη]], σε Αριστοφ.· μεταφ., σημαίνει αναβολές στο [[εδώλιο]] του κατηγορουμένου, δηλ. οι στάσεις της δίκης, σε Πλούτ.· στον ενικ., <i>ἐντὸςτῆς κιγκλίδος διατρίβειν</i>, [[διαμονή]] στο δικαστήριο, σε Λουκ.
}}
}}
{{etym
{{etym