εὐνουχισμός: Difference between revisions

m
no edit summary
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
mNo edit summary
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=και μουνουχισμός, ο (ΑΜ [[εὐνουχισμός]])<br />[[εὐνουχίζω]] η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ευνουχίζω]], [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] με την οποία αφαιρούνται ή καταστρέφονται οι γεννητικοί αδένες ανθρώπων και ζώων, η [[στείρωση]].
|mltxt=και μουνουχισμός, ο (ΑΜ [[εὐνουχισμός]])<br />[[εὐνουχίζω]] η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[ευνουχίζω]], [[χειρουργική]] [[επέμβαση]] με την οποία αφαιρούνται ή καταστρέφονται οι γεννητικοί αδένες ανθρώπων και ζώων, η [[στείρωση]].
}}
{{trml
|trtx====[[castration]]===
Arabic: ⁧إِخْصَاء⁩; Bulgarian: кастрация, скопяване; Catalan: castració; Chinese Mandarin: 去勢/去势, 閹割/阉割, 腐刑, 宮刑/宫刑; Czech: kastrace; Danish: kastrering, kastration; Dutch: [[castratie]]; Finnish: kastraatio, kastrointi, kuohinta, kuohiminen; French: [[castration]]; German: [[Kastrierung]], [[Hodenentfernung]]; Greek: [[ευνουχισμός]]; Ancient Greek: [[ἀποτομή]], [[ἀποφθορά]], [[ἔκτμησις]], [[ἐκτομή]], [[εὐνουχία]], [[εὐνουχισμός]], [[θλῖψις]], [[καρύδωσις]], [[ὀρχοτομία]], [[σπαδωνισμός]], [[τὸ ἀπόκοπον]], [[τομά]], [[τομή]]; Hebrew: ⁧סירוס⁩; Indonesian: pengebirian; Italian: [[castrazione]]; Japanese: 去勢, 宮刑, 腐刑; Kazakh: піштіру, тарттыру; Korean: 거세(去勢), 궁형(宮刑); Latvian: kastrācija, kastrēšana; Malay: pengasian, pengembirian; Malayalam: ഷണ്ഡീകരണം, വരി ഉടയ്‌ക്കൽ; Norwegian Bokmål: kastrasjon, kastrering; Nynorsk: kastrasjon, kastrering; Polish: kastracja; Portuguese: [[castração]]; Russian: [[кастрация]]; Scottish Gaelic: spothadh; Spanish: [[castración]]; Swedish: kastrering; Turkish: burma, eneme, kastrasyon, iğdiş etme; Vietnamese: sự thiến
}}
}}