προσλέγομαι: Difference between revisions

m
elru replacement
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z])" to ") $1 $3")
m (elru replacement)
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''προσλέγομαι:''' [[λέγω]] I] (только 3 л. sing. aor. 2 [[προσέλεκτο]]) [[ложиться рядом]] om.
|elrutext='''προσλέγομαι:''' [[λέγω]] I] (только 3 л. sing. aor. 2 [[προσέλεκτο]]) ложиться рядом Hom.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προσλέγομαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., είμαι ξαπλωμένος [[πλησίον]], [[προσέλεκτο]] (γʹ ενικ. συγκοπτ. αορ. βʹ), ξάπλωσε δίπλα μου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[μιλώ]] σε, [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]], <i>τινά</i>, σε Θεόκρ.· μεταφ., <i>κακὰ προσελέξατο θυμῷ</i>, πήρε κακόβουλη [[συμβουλή]] μαζί του, σκέφτηκε το [[κακό]], σε Ησίοδ.
|lsmtext='''προσλέγομαι:'''<b class="num">I.</b> Παθ., είμαι ξαπλωμένος [[πλησίον]], [[προσέλεκτο]] (γʹ ενικ. συγκοπτ. αορ. βʹ), ξάπλωσε δίπλα μου, σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> Μέσ., [[μιλώ]] σε, [[προσφωνώ]], [[προσαγορεύω]], <i>τινά</i>, σε Θεόκρ.· μεταφ., <i>κακὰ προσελέξατο θυμῷ</i>, πήρε κακόβουλη [[συμβουλή]] μαζί του, σκέφτηκε το [[κακό]], σε Ησίοδ.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> Pass. to lie [[beside]], [[προσέλεκτο]] (3rd sg. aor2 syncop.) she lay [[beside]] or by me, Od.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[speak]] to, [[address]], [[accost]], τινά Theocr.: metaph., κακὰ προσελέξατο θυμῷ he took [[evil]] [[counsel]] with [[himself]], meditated [[evil]], Hes.
|mdlsjtxt=<b class="num">I.</b> Pass. to lie [[beside]], [[προσέλεκτο]] (3rd sg. aor2 syncop.) she lay [[beside]] or by me, Od.<br /><b class="num">II.</b> Mid. to [[speak]] to, [[address]], [[accost]], τινά Theocr.: metaph., κακὰ προσελέξατο θυμῷ he took [[evil]] [[counsel]] with [[himself]], meditated [[evil]], Hes.
}}
}}