3,277,636
edits
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[reírse de]], [[burlarse de]], [[ridiculizar]] ὃν σὺ διαγελᾷς E.<i>Ba</i>.272, 322, οὕτω Μένων ἠγάλλετο ... τῷ φίλους διαγελᾶν X.<i>An</i>.2.6.26, cf. Plb.15.22.4, ἀναθεωροῦντες τὴν κακίαν τῶν ποιημάτων, διεγέλων τὸν [[Διονύσιον]] D.S.14.109, cf. Luc.<i>Nigr</i>.33, διαγελᾷ καὶ φλαυρίζει τὸν Σωκράτην ζητοῦντα Plu.2.1118c, τῶν ἰαμάτων τινὰ διεγέλα ὡς ἀπίθανα καὶ ἀδύνα[τα ἐόν] τα <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.121.35 (Epidauro IV a.C.), τὰ διαδεδ[ο] μένα [ἱερ] ά Phld.<i>Piet</i>.729, αἱ γυναῖκες ἀνέφερον τῷ βασιλεῖ, διαγελῶσαι τὴν ἀσχημοσύνην I.<i>AI</i> 16.223, διεγέλα καὶ παιδιὰν ἐποιεῖτο τὴν σπουδὴν τοῦ δήμου Luc.<i>Pseudol</i>.16, c. ac. adverb. ἡδὺ διαγελῶν S.<i>Fr</i>.171.3.<br /><b class="num">2</b> intr. [[reír]], [[exultar]], fig., de elementos de la naturaleza [[estar resplandeciente]], [[brillar]] διαγελώσης δὲ τῆς ὥρας Thphr.<i>HP</i> 8.2.4, cf. <i>CP</i> 1.12.8, ἡμέρας [[ἄρτι]] διαγελώσης Hld.1.1.1., cf. Procop.<i>Aed</i>.1.1.41, del agua περιλάμπεται καὶ διαγελᾷ Plu.2.950b, βυθοὶ ποταμῶν διαγελῶσιν Plu.2.952f, en una metáf. τῆς πολιτείας ὥσπερ θαλάττης τὰ διαγελῶντα el aire alegre de la política como el del mar</i> Plu.<i>Caes</i>.4. | |dgtxt=<b class="num">1</b> [[reírse de]], [[burlarse de]], [[ridiculizar]] ὃν σὺ διαγελᾷς E.<i>Ba</i>.272, 322, οὕτω Μένων ἠγάλλετο ... τῷ φίλους διαγελᾶν X.<i>An</i>.2.6.26, cf. Plb.15.22.4, ἀναθεωροῦντες τὴν κακίαν τῶν ποιημάτων, διεγέλων τὸν [[Διονύσιον]] [[Diodorus Siculus|D.S.]]14.109, cf. Luc.<i>Nigr</i>.33, διαγελᾷ καὶ φλαυρίζει τὸν Σωκράτην ζητοῦντα Plu.2.1118c, τῶν ἰαμάτων τινὰ διεγέλα ὡς ἀπίθανα καὶ ἀδύνα[τα ἐόν] τα <i>IG</i> 4<sup>2</sup>.121.35 (Epidauro IV a.C.), τὰ διαδεδ[ο] μένα [ἱερ] ά Phld.<i>Piet</i>.729, αἱ γυναῖκες ἀνέφερον τῷ βασιλεῖ, διαγελῶσαι τὴν ἀσχημοσύνην I.<i>AI</i> 16.223, διεγέλα καὶ παιδιὰν ἐποιεῖτο τὴν σπουδὴν τοῦ δήμου Luc.<i>Pseudol</i>.16, c. ac. adverb. ἡδὺ διαγελῶν S.<i>Fr</i>.171.3.<br /><b class="num">2</b> intr. [[reír]], [[exultar]], fig., de elementos de la naturaleza [[estar resplandeciente]], [[brillar]] διαγελώσης δὲ τῆς ὥρας Thphr.<i>HP</i> 8.2.4, cf. <i>CP</i> 1.12.8, ἡμέρας [[ἄρτι]] διαγελώσης Hld.1.1.1., cf. Procop.<i>Aed</i>.1.1.41, del agua περιλάμπεται καὶ διαγελᾷ Plu.2.950b, βυθοὶ ποταμῶν διαγελῶσιν Plu.2.952f, en una metáf. τῆς πολιτείας ὥσπερ θαλάττης τὰ διαγελῶντα el aire alegre de la política como el del mar</i> Plu.<i>Caes</i>.4. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |