μεταγωγικό: Difference between revisions
From LSJ
(24) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το< | |mltxt=<b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μεταγωγικό]]<br />μεταφορικό [[μέσο]], [[κυρίως]] του στρατού, όπως ζώο, όχημα, [[αεροσκάφος]], [[πλοίο]], το οποίο χρησιμοποιείται για στρατιωτικές μεταφορές. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:18, 16 May 2024
Greek Monolingual
το ουδ. ως ουσ. το μεταγωγικό
μεταφορικό μέσο, κυρίως του στρατού, όπως ζώο, όχημα, αεροσκάφος, πλοίο, το οποίο χρησιμοποιείται για στρατιωτικές μεταφορές.