πρόταση: Difference between revisions

m
Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν"
m (Text replacement - "<i>το [[" to "το [[")
m (Text replacement - "πᾱν" to "πᾶν")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η / [[πρότασις]], -άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος, Α [[προτείνω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[προτείνω]], το να τείνει [[κανείς]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προβολή]], [[προέκταση]]<br /><b>2.</b> [[διατύπωση]] ή [[υποβολή]] γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «[[πρόταση]] γάμου» β. «προτάσεις ειρήνης» γ. «[[πρόταση]] νόμου» — [[νομοσχέδιο]] μη υποβαλλόμενο από την [[κυβέρνηση]] [[αλλά]] από έναν αριθμό βουλευτών<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[καθετί]] που προτείνεται [[προς]] [[λύση]] ή [[έρευνα]], [[θεώρημα]], [[πρόβλημα]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> (στους υποθετικούς λόγους) αυτό που υποτίθεται, η [[υπόθεση]], [[προς]] την οποία ανταποκρίνεται η [[απόδοση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> το συντομότερο [[τμήμα]] του λόγου που εκφράζει με πλήρες [[νόημα]] μια [[σκέψη]], μια [[επιθυμία]] ή ένα [[συναίσθημα]] (α. «κύρια [ή ανεξάρτητη] [[πρόταση]]» β. «δευτερεύουσα [ή εξαρτημένη] [[πρόταση]]» γ. «υποθετική [[πρόταση]]» δ. «ερωτηματική [[πρόταση]]» ε. «αναφορική [[πρόταση]]» — στ. «τελική [[πρόταση]]»)<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> ο [[πλήρης]] [[ισχυρισμός]], που επιδέχεται μια [[τιμή]] αληθείας, που [[είναι]] [[δηλαδή]] [[αληθής]] ή [[ψευδής]]<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> ο [[πλήρης]] [[μαθηματικός]] [[ισχυρισμός]], [[δηλαδή]] ο [[ισχυρισμός]] που περιέχει [[υπόθεση]] και [[συμπέρασμα]], ο [[οποίος]] [[είναι]] [[πάντοτε]] [[αληθής]]<br /><b>4.</b> <b>(νομ.)</b> α) [[έγγραφο]] [[υπόμνημα]] καθενός από τους δύο διαδίκους που υποβάλλεται [[κατά]] την επ' ακροατηρίου [[δίκη]] τών πολιτικών υποθέσεων και περιέχει όλες τις αιτήσεις και τους ισχυρισμούς τους<br />β) <i>έκ</i>-. [[φράση]] γνώμης [[προς]] [[άλλο]] διοικητικό όργανο [[κατά]] τη [[διαδικασία]] έκδοσης ορισμένης πράξης<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρόταση]] τών χεριών»<br /><b>(αθλ.)</b> η [[θέση]] και τών δύο χεριών, εντελώς τεντωμένων, [[κατευθείαν]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[έτσι]] ώστε να βρίσκονται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο<br />β) «ονοματική [[πρόταση]]»<br /><b>γραμμ.</b> ονοματική [[φράση]] που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως [[πρόταση]] στον προφορικό λόγο, στην [[ποίηση]] και [[είναι]] συχνή στα αρχαία γνωμικά, όπως, λ.χ., <i>νοστιμότατο το [[φαγητό]] σου</i> και <i>πᾱν [[μέτρον]] [[ἄριστον]]<br />γ) «εγκιβωτισμένη [[πρόταση]]»<br />(γενετ. -μετασχημ. γραμμ.) η [[πρόταση]] που σχηματίζεται με εγκιβωτισμό [[μέσα]] στη [[δομή]] άλλης πρότασης, όπως λ.χ. το [[σπίτι]] [[που ζητάς]] <i>κατεδαφίστηκε</i>, η παρενθετική [[πρόταση]] της παραδοσιακής γραμματικής<br />δ) «παραθετική [[πρόταση]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[πρόταση]] που έχει τη [[θέση]] παράθεσης και [[είναι]] [[συνήθως]] αναφορική, όπως λ.χ. <i>μού επέστρεψε το [[δάνειο]] που του είχα κάνει</i><br />ε) «παρενθετική [[πρόταση]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[πρόταση]] που παρεντίθεται, που παρεμβάλλεται [[μέσα]] στη [[δομή]] άλλης πρότασης, η εγκιβωτισμένη [[πρόταση]]<br />στ) «[[πρόταση]]-[[μήτρα]]»<br />(γενετ. -μετασχηματ. γραμμ.) η κύρια [[πρόταση]] της παραδοσιακής γραμματικής, στην οποία εγκιβωτίζεται, [[δηλαδή]] παρεντίθεται, μια συστατική [[πρόταση]], όπως λ.χ. το [[παιδί]] [[που είδες]] [[είναι]] [[γιος]] μου</i><br />ζ) «συστατική [[πρόταση]]»<br />(γενετ.-συστατ. γραμμ.) η [[πρόταση]] που εγκιβωτίζεται, που παρεντίθεται σε μια [[πρόταση]]-[[μήτρα]] και που αντιστοιχεί στην εξαρτημένη [[πρόταση]] της παραδοσιακής γραμματικής, όπως λ.χ. το [[παιδί]] που είδες [[είναι]] [[γιος]] μου</i><br />η) «συντετμημένη [[πρόταση]]»<br />(γενετ.-μετασχημ. γραμμ.) [[φράση]] που δεν έχει [[ρήμα]] [[αλλά]] λειτουργεί ως [[πρόταση]], όπως λ.χ. [[συγχαρητήρια]] για την [[επιτυχία]] σου</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προτεινόμενη [[ερώτηση]]<br /><b>2.</b> προβαλλόμενο [[ζήτημα]], [[πρόβλημα]] («ἤδη δὲ καὶ προτάσεις καὶ προκλήσεις [[ἦσαν]] ἄκριτοι καὶ ἄτακτοι», Σωρ.)<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> ([[κατά]] τον <b>Αριστοτ.</b>) α) «πρότασίς ἐστι [[λόγος]] καταφατικὸς ἤ [[ἀποφατικός]] τινος [[κατά]] τίνος» <br />β) [[κυρίως]] αυτό το οποίο [[είναι]] δεδομένο σε έναν συλλογισμό, η [[μείζων]] [[κρίση]]<br /><b>4.</b> [[αξίωμα]]<br /><b>5.</b> το πρώτο [[μέρος]] του δράματος, σε [[αντιδιαστολή]] με την [[επίταση]], όταν αρχίζει η [[ενέργεια]], και με τη [[λύση]] ή το [[τέλος]]<br /><b>6.</b> [[εξώθηση]], [[παρόρμηση]], [[παρακίνηση]].
|mltxt=η / [[πρότασις]], -άσεως, Ν ΜΑ, και ιων. τ. γεν. -ιος, Α [[προτείνω]]<br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του [[προτείνω]], το να τείνει [[κανείς]] [[κάτι]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[προβολή]], [[προέκταση]]<br /><b>2.</b> [[διατύπωση]] ή [[υποβολή]] γνώμης, ευχής, επιθυμίας, αίτησης (α. «[[πρόταση]] γάμου» β. «προτάσεις ειρήνης» γ. «[[πρόταση]] νόμου» — [[νομοσχέδιο]] μη υποβαλλόμενο από την [[κυβέρνηση]] [[αλλά]] από έναν αριθμό βουλευτών<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> [[καθετί]] που προτείνεται [[προς]] [[λύση]] ή [[έρευνα]], [[θεώρημα]], [[πρόβλημα]]<br /><b>4.</b> <b>γραμμ.</b> (στους υποθετικούς λόγους) αυτό που υποτίθεται, η [[υπόθεση]], [[προς]] την οποία ανταποκρίνεται η [[απόδοση]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>γραμμ.</b> το συντομότερο [[τμήμα]] του λόγου που εκφράζει με πλήρες [[νόημα]] μια [[σκέψη]], μια [[επιθυμία]] ή ένα [[συναίσθημα]] (α. «κύρια [ή ανεξάρτητη] [[πρόταση]]» β. «δευτερεύουσα [ή εξαρτημένη] [[πρόταση]]» γ. «υποθετική [[πρόταση]]» δ. «ερωτηματική [[πρόταση]]» ε. «αναφορική [[πρόταση]]» — στ. «τελική [[πρόταση]]»)<br /><b>2.</b> <b>(λογ.)</b> ο [[πλήρης]] [[ισχυρισμός]], που επιδέχεται μια [[τιμή]] αληθείας, που [[είναι]] [[δηλαδή]] [[αληθής]] ή [[ψευδής]]<br /><b>3.</b> <b>μαθ.</b> ο [[πλήρης]] [[μαθηματικός]] [[ισχυρισμός]], [[δηλαδή]] ο [[ισχυρισμός]] που περιέχει [[υπόθεση]] και [[συμπέρασμα]], ο [[οποίος]] [[είναι]] [[πάντοτε]] [[αληθής]]<br /><b>4.</b> <b>(νομ.)</b> α) [[έγγραφο]] [[υπόμνημα]] καθενός από τους δύο διαδίκους που υποβάλλεται [[κατά]] την επ' ακροατηρίου [[δίκη]] τών πολιτικών υποθέσεων και περιέχει όλες τις αιτήσεις και τους ισχυρισμούς τους<br />β) <i>έκ</i>-. [[φράση]] γνώμης [[προς]] [[άλλο]] διοικητικό όργανο [[κατά]] τη [[διαδικασία]] έκδοσης ορισμένης πράξης<br /><b>5.</b> <b>φρ.</b> α) «[[πρόταση]] τών χεριών»<br /><b>(αθλ.)</b> η [[θέση]] και τών δύο χεριών, εντελώς τεντωμένων, [[κατευθείαν]] [[προς]] τα [[εμπρός]], [[έτσι]] ώστε να βρίσκονται στο ίδιο οριζόντιο επίπεδο<br />β) «ονοματική [[πρόταση]]»<br /><b>γραμμ.</b> ονοματική [[φράση]] που μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως [[πρόταση]] στον προφορικό λόγο, στην [[ποίηση]] και [[είναι]] συχνή στα αρχαία γνωμικά, όπως, λ.χ., <i>νοστιμότατο το [[φαγητό]] σου</i> και <i>πᾶν [[μέτρον]] [[ἄριστον]]<br />γ) «εγκιβωτισμένη [[πρόταση]]»<br />(γενετ. -μετασχημ. γραμμ.) η [[πρόταση]] που σχηματίζεται με εγκιβωτισμό [[μέσα]] στη [[δομή]] άλλης πρότασης, όπως λ.χ. το [[σπίτι]] [[που ζητάς]] <i>κατεδαφίστηκε</i>, η παρενθετική [[πρόταση]] της παραδοσιακής γραμματικής<br />δ) «παραθετική [[πρόταση]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[πρόταση]] που έχει τη [[θέση]] παράθεσης και [[είναι]] [[συνήθως]] αναφορική, όπως λ.χ. <i>μού επέστρεψε το [[δάνειο]] που του είχα κάνει</i><br />ε) «παρενθετική [[πρόταση]]»<br /><b>γραμμ.</b> η [[πρόταση]] που παρεντίθεται, που παρεμβάλλεται [[μέσα]] στη [[δομή]] άλλης πρότασης, η εγκιβωτισμένη [[πρόταση]]<br />στ) «[[πρόταση]]-[[μήτρα]]»<br />(γενετ. -μετασχηματ. γραμμ.) η κύρια [[πρόταση]] της παραδοσιακής γραμματικής, στην οποία εγκιβωτίζεται, [[δηλαδή]] παρεντίθεται, μια συστατική [[πρόταση]], όπως λ.χ. το [[παιδί]] [[που είδες]] [[είναι]] [[γιος]] μου</i><br />ζ) «συστατική [[πρόταση]]»<br />(γενετ.-συστατ. γραμμ.) η [[πρόταση]] που εγκιβωτίζεται, που παρεντίθεται σε μια [[πρόταση]]-[[μήτρα]] και που αντιστοιχεί στην εξαρτημένη [[πρόταση]] της παραδοσιακής γραμματικής, όπως λ.χ. το [[παιδί]] που είδες [[είναι]] [[γιος]] μου</i><br />η) «συντετμημένη [[πρόταση]]»<br />(γενετ.-μετασχημ. γραμμ.) [[φράση]] που δεν έχει [[ρήμα]] [[αλλά]] λειτουργεί ως [[πρόταση]], όπως λ.χ. [[συγχαρητήρια]] για την [[επιτυχία]] σου</i><br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> προτεινόμενη [[ερώτηση]]<br /><b>2.</b> προβαλλόμενο [[ζήτημα]], [[πρόβλημα]] («ἤδη δὲ καὶ προτάσεις καὶ προκλήσεις [[ἦσαν]] ἄκριτοι καὶ ἄτακτοι», Σωρ.)<br /><b>3.</b> <b>(λογ.)</b> ([[κατά]] τον <b>Αριστοτ.</b>) α) «πρότασίς ἐστι [[λόγος]] καταφατικὸς ἤ [[ἀποφατικός]] τινος [[κατά]] τίνος» <br />β) [[κυρίως]] αυτό το οποίο [[είναι]] δεδομένο σε έναν συλλογισμό, η [[μείζων]] [[κρίση]]<br /><b>4.</b> [[αξίωμα]]<br /><b>5.</b> το πρώτο [[μέρος]] του δράματος, σε [[αντιδιαστολή]] με την [[επίταση]], όταν αρχίζει η [[ενέργεια]], και με τη [[λύση]] ή το [[τέλος]]<br /><b>6.</b> [[εξώθηση]], [[παρόρμηση]], [[παρακίνηση]].
}}
}}