ἐρεύγομαι: Difference between revisions

6_13b
(13_6b)
(6_13b)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1025.png Seite 1025]] (vgl. ructare, [[ἐρυγγάνω]], s. Lob. Phryn. 63), durch Aufstoßen, Rülpsen, Erbrechen von sich geben, ausbrechen, ἐρεύγετο [[οἰνοβαρείων]], der Kyklop erbrach sich vom Wein berauscht, Od. 9, 374; φόνον αἵματος, Blut ausspeien, Il. 16, 162; Hippocr.; ἐρύγῃσι, conj. aor., Nic. Al. 111 (vgl. das Folgde). Vom Meere, ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω, die Ufer erdröhnen, da das Meer ausspei't, sich an ihnen bricht, Il. 17, 265; mit Brausen emporspritzen, κῦμα ποτὶ ξερὸν ήπείροιο δεινὸν ἐρε υγόμενον Od. 5, 403; κύματα ἐρεύγεται ἤπειρονδε 438; ähnl. Pind. τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1, 21, vom Ausbruch des Aetna, vgl. frg. 95. Von Flüssen, sich ergießen, D. Per. u. a. Sp., wie App. Mithrid. 103. – Komisch [[ἵππος]] ἐρεύγεται ἄνδρα, vom Kentauren, das Pferd geht vorn, oben, in einen Mann aus, Ep. ad. 276 (Plan. 115).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1025.png Seite 1025]] (vgl. ructare, [[ἐρυγγάνω]], s. Lob. Phryn. 63), durch Aufstoßen, Rülpsen, Erbrechen von sich geben, ausbrechen, ἐρεύγετο [[οἰνοβαρείων]], der Kyklop erbrach sich vom Wein berauscht, Od. 9, 374; φόνον αἵματος, Blut ausspeien, Il. 16, 162; Hippocr.; ἐρύγῃσι, conj. aor., Nic. Al. 111 (vgl. das Folgde). Vom Meere, ἠϊόνες βοόωσιν ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω, die Ufer erdröhnen, da das Meer ausspei't, sich an ihnen bricht, Il. 17, 265; mit Brausen emporspritzen, κῦμα ποτὶ ξερὸν ήπείροιο δεινὸν ἐρε υγόμενον Od. 5, 403; κύματα ἐρεύγεται ἤπειρονδε 438; ähnl. Pind. τᾶς ἐρεύγονται μὲν ἀπλάτου πυρὸς ἁγνόταται ἐκ μυχῶν παγαί P. 1, 21, vom Ausbruch des Aetna, vgl. frg. 95. Von Flüssen, sich ergießen, D. Per. u. a. Sp., wie App. Mithrid. 103. – Komisch [[ἵππος]] ἐρεύγεται ἄνδρα, vom Kentauren, das Pferd geht vorn, oben, in einen Mann aus, Ep. ad. 276 (Plan. 115).
}}
{{ls
|lstext='''ἐρεύγομαι''': μέλλ. ἐρεύξομαι, Ἱππ. 607. 42· ἀόρ. ἠρευξάμην, Χρησμ. Σιβυλλ. 4. 81· πρβλ. ἀν-, ἐξερεύγομαι: Ἀποθ. (Ἐκ τῆς √ΕΡΥΓ παράγονται [[προσέτι]] αἱ λέξεις ἐρυγεῖν, ἐρῠγή, ἐρυγγάνω, κλ.· πρβλ. τὰ Λατ. ruc-to, rumino· τὰ Ἀγγλο-Σαξον. roc-cetan καὶ τὰ Παλαιὰ-Ὑψηλ.-Γερμ. it-ruch-en (ruminare. Ἐξεμῶ, Λατ. eructare, μ. αἰτ., ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος Ἰλ. Π. 162· ἰὸν Νικ. Θ. 232· ἀπολ., «ῥεύγομαι», [[ἐκπέμπω]] διὰ τοῦ στόμος ἀέρα ἐκ τοῦ στομάχου, Λατ. ructare, ὁ δ’ ἐρεύγετο [[οἰνοβαρείων]], περὶ τοῦ Κύκλωπος, Ὀδ. Ι. 371, πρβλ. Ἱππ. 485. 29, Ἀριστ. Προβλ. 10. 44. 2) μεταφ., ἐπὶ τῆς θαλάσσης ὑψουμένης καὶ θραυομένης εἰς ἀφροὺς ἐπὶ τῆς ξηρᾶς, ἐρευγομένης ἁλὸς ἔξω, «ἐκβρασσομένης τῆς θαλάσσης εἰς τὸ ἔξω [[μέρος]]» (Σχόλ.), Ἰλ. Ρ. 265· [[κῦμα]] [[ποτὶ]] ξερόν... δεινὸν ἐρευγόμενον Ὀδ. Ε. 403· ἐρεύγεται ἤπειρόνδε (πρβλ. [[προσερεύγομαι]]) Ε. 438· [[οὕτως]] ἐπὶ τῆς Αἴτνης, ἐρεύγονται παγαὶ πυρὸς Πινδ. Π. 1. 40· ἐπὶ ποταμοῦ, [[ἐκβάλλω]], χύνομαι, Ἀππ. Μιθρ. 103 καὶ [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., ἐρεύγονται σκότον... νυκτὸς ποταμοί, ἐπὶ τῶν ποταμῶν τοῦ ᾅδου, Πινδ. Ἀποσπ. 95. 8· ἀφρὸν ἐρευγόμενος Διον. Π. 539, κτλ.· [[ἵππος]] ἐρεύγεται ἄνδρα, ἐν τῇ περιγραφῇ τοῦ Κενταύρου, Ἀνθ. Πλαν. 4. 115. ΙΙ. ἐν ἀορ. β΄ ἐνεργ. ἤρῠγον, μετοχ. ἐρυγών, «μουγκρίζω» [[κυρίως]] ἐπὶ ταύρω. (πρβλ. [[ἐρύγμηλος]]), ἤρυγεν, ὡς ὅτε [[ταῦρος]] ἤρυγεν Ἰλ. Υ. 403· ὡς ἄρα τόν γ’ ἐρυγόντα λίπ’ ὀστέα... θυμὸς [[ἀγήνωρ]] [[αὐτόθι]] 406· τρὶς μὲν Ὕλαν, ἄϋσεν ὅσον βαθὺς [[ἤρυγε]] λαιμός, ὅσον ἠδύνατο νὰ φωνάξῃ ἐκ τοῦ βάθους τοῦ λαιμοῦ αὑτοῦ, Θεοκρ. 13. 58. ― Αὕτη ἡ [[ἔννοια]] περιορίζεται εἰς τὸν ἀόρ. (ἐξαιρ. τῶν Ἑβδ., [[ἔνθα]] ὁ ἐνεστ. [[ἐρεύγομαι]] καὶ μέλλ. -ξομαι κεῖνται ἀντὶ τοῦ λαλῶ μεγαλοφώνως καὶ τοῦ βρυχῶμαι, πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 64, Ἰακωψίου Ἀνθ. Π. 50), ἀλλὰ προέρχεται ἐξ αὐτῆς τῆς πρώτης σημασίας, καθ’ ὅσον ἀμφότεροι οἱ τύποι παρήχθησαν ἐκ τοῦ ἐν τῷ λαιμῷ ἢ λάρυγγι ἤχου· καὶ ὁ ἀόρ. δὲ ἤρυγον κεῖται ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[ἐρεύγομαι]] παρ’ Ἀριστ. ἐν Προβλ. 10. 44, Νικ. Ἀλεξιφ. 111.
}}
}}